ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΜΕΤΑ ΕΓΙΝΕ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ, Ο ΘΩΜΑΣ,
ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΜΕΤΑ_ΝΟΗΣΕ, ΟΜΩΣ,
Ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ περιμένει ἡ ἀστυνομία. Ὁ Θωμᾶς, ἥμερος σὰν ἀρνάκι, βγαίνει ἀπὸ τὸν ναὸ καὶ τοὺς προτείνει τὰ χέρια του, γιὰ νὰ τοῦ περάσουν τὶς χειροπέδες λέγοντας σὲ ὅλους: «Κριστὸς βοσκρές!».
Στὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα, σ’ ὅ,τι κι ἂν τὸν ρωτοῦν ἀπαντᾶ μὲ τὰ ἴδια λόγια ποὺ βγαίνουν μέσα ἀπὸ τὴ μετανιωμένη καρδιά του: «Κριστὸς βοσκρές!». Ὁμολογεῖ ὅλα τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔχει διαπράξει, ἀλλὰ ἐπιμένει πὼς γιὰ τὸ πρῶτο, γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε ἀρχικὰ καταδικαστεῖ καὶ φυλακιστεῖ, ἦταν ἀθῶος. Καταδικάζεται σὲ κάθειρξη πολλῶν χρόνων. Δέχεται τὴν ποινὴ ἀδιαμαρτύρητα, ἀτάραχα, χαρούμενα. Ὁδηγεῖται στὶς φυλακὲς καὶ δὲν σταματᾶ μαζὶ μὲ τὴν ἀναπνοή του νὰ λέει: «Κριστὸς βοσκρές». Δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ πιὸ ὑποδειγματικὸς κρατούμενος. Οἱ φύλακες ποὺ θυμοῦνται τὸν παλιό, τὸν φοβερὸ Λυκοθωμά, στὴν ἀρχή του φέρονται ἀπάνθρωπα, τὸν χτυποῦν μέχρι νὰ λιποθυμήσει, τὸν ἀφήνουν νηστικὸ καὶ διψασμένο, θέλουν νὰ τὸν ἐκδικηθοῦν γιὰ ὅσα εἶχε κάμει σὲ κείνη τὴν πρώτη φρικτὴ κάθειρξή του. Μὰ τώρα ὁ Θωμᾶς εἶναι κάτι ἄλλο. Δὲν ἀγανακτεῖ, δὲν ἀντιστέκεται. Στὶς βρισιὲς καὶ τὰ βρομόλογα ἀπαντᾶ μόνο μὲ τὸ «Κριστὸς βοσκρὲς» καὶ εὐλογεῖ τοὺς βασανιστές του. Θεωρεῖται παράδοξη αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ καὶ καλοῦνται ψυχίατροι νὰ τὸν ἐξετάσουν καὶ νὰ ἀποφανθοῦν ἂν ὄντως ἔχει ἀλλάξει ἢ ἂν ὑποκρίνεται. Τὸν ἐπισκέπτεται καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κιέβου καὶ Γαλικίας Πιτιρίμ. Εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος. Μένει στὸ κελὶ τοῦ Θωμᾶ πολλὲς ὧρες καὶ ἀκούει ἀπὸ τὰ χείλη του τὴν ἀπίστευτη ἱστορία του. Ὁ Θωμᾶς ἐξομολογεῖται στὸν Πιτιρίμ. Ζητᾶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ τίποτ’ ἄλλο. «Δὲν μ’ ἐνδιαφέρει ἂν θὰ σαπίσω στὴ φυλακή. Τὸ ἀξίζω πιὸ πολὺ ἀπὸ κάθε κρατούμενο. Μόνο νὰ μὲ ἐλεήσει ὁ Χριστός», λέει.
Περνᾶ λίγος καιρός. Γεννιέται ὁ διάδοχος τοῦ θρόνου κι ὁ πατέρας του, ὁ τσάρος Νικόλαος ὁ Α΄, περιχαρὴς κηρύσσει γενικὴ ἀμνηστία. Οἱ φυλακὲς ὅλης τῆς χώρας ἀδειάζουν. Κι ὁ Θωμᾶς, χωρὶς νὰ τὸ περιμένει, εἶναι ἐλεύθερος, ἀφοῦ ἐγγυᾶται γι’ αὐτὸν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Πιτιρίμ.
Στὴ νέα του ζωὴ ὁ Θωμᾶς μπαίνει στὴν ὑπηρεσία ὅλων. Ἀναλαμβάνει τὶς πιὸ βρόμικες καὶ περιφρονημένες ἐργασίες. Περιποιεῖται ἡλικιωμένους μοναχικοὺς κι ἀνήμπορους. Ἂν πεθάνει κάποιος φτωχός, αὐτὸς τρέχει νὰ βοηθήσει στὴν ταφή του. Δὲ ζητᾶ ποτὲ χρήματα. Ἂν τοῦ δώσουν ἕνα πιάτο φαγητό, εἶναι βαθύτατα εὐγνώμων. Ἂν κάποιος τοῦ φερθεῖ μὲ περιφρόνηση, τὸν εὐχαριστεῖ εἰλικρινά. Γιὰ ὅλους εἶναι ἕνας ἄγγελος. Κι ὅλοι πιὰ τὸν ἀποκαλοῦν «Καλοθωμᾶ».
Μιὰ φοβερὴ ἐπιδημία ἐνσκήπτει στὸ Τοβόλσκι. Δὲν ὑπάρχει σπίτι ποὺ νὰ μὴ θρηνεῖ ἕναν καὶ περισσότερους νεκρούς. Κι ὅλοι εἶναι ἀβοήθητοι, γιατί κανεὶς δὲν τολμᾶ νὰ βοηθήσει γείτονα ἢ συγγενῆ, ἀπὸ φόβο μὴν κολλήσει. Μόνον ὁ Θωμᾶς μπαίνει σ’ ὅλα τὰ σπίτια χωρὶς δισταγμό. Δὲν φοβᾶται. Περιποιεῖται τοὺς ἀρρώστους. Νύχτα καὶ μέρα δίνεται μὲ ὑπέροχη ἀγάπη στὸν καθένα. Κι ὁ Θεός του χαρίζει ἕνα ἐξαιρετικὸ δῶρο: τὸν κάνει πάροχο ἰάσεως. Ὅποιον ἀσθενῆ περιποιεῖται ὁ Θωμᾶς, συνέρχεται, θεραπεύεται. Κι ἡ φοβερὴ λοιμικὴ ἀσθένεια σιγά-σιγά ὑποχωρεῖ καὶ ἐξαφανίζεται.
Ὁ δήμαρχος κι ὅλοι οἱ συνδημότες τοῦ θέλουν νὰ τὸν τιμήσουν, μὰ ἐκεῖνος ἀρνεῖται κάθε τιμητικὴ διάκριση. Μόνον παρακαλεῖ νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν τὰ εἰσιτήρια, γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴ Μονὴ τῆς Πρέσναγια Μαρίας (τῆς Παναγίας). Ὅταν ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸν σταθμὸ ἔχει μαζευτεῖ ὅλη ἡ πόλη, γιὰ νὰ τὸν ἀποχαιρετίσει καὶ νὰ τὸν φορτώσει μὲ τάματα γιὰ τὴν Παναγία. Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀποχαιρετᾶ μὲ τὸν ἀγαπημένο λόγο: «Κριστὸς βοσκρές! Κριστὸς βοσκρές!».
Στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας, μετὰ τὰ πρῶτα «Εὐλογεῖτε!», ὁ Θωμᾶς γλιστρᾶ στὸ Καθολικό, ὅπου τελοῦνταν ὁ Ἑσπερινός. Μέσα στὴ γαλήνη καὶ τὴν κατάνυξη τοῦ σκοτεινοῦ ναοῦ γονατίζει στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, τῆς ἀκουμπᾶ τὰ τάματα τῶν συμπολιτῶν του κι ἀναλύεται σὲ λυγμούς. Ζητᾶ κι ἀπὸ τὴν Παναγία ἔλεος γιὰ ὅλα τὰ ἐγκλήματά του. Ὅταν γίνεται ἡ ἀπόλυση, ὁ ἡγούμενος ἔρχεται κοντά του, τὸν ἀνασηκώνει καὶ τοῦ λέει: «Ἔλα, παιδί μου, νὰ μοῦ μιλήσεις». «Κριστὸς βοσκρές!», ἀπαντᾶ βουρκωμένος ὁ Θωμᾶς.
Τὸ ἑπόμενο πρωί, στὴ Θεία Λειτουργία, ὁ Θωμᾶς μετὰ ἀπὸ μιὰ συγκλονιστικὴ ἐξομολόγηση ἀξιώνεται νὰ κοινωνήσει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια σκληρότητας καὶ πνευματικῆς πείνας δέχεται μέσα Τοῦ Αὐτὸν ποὺ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του τὸν ἀναγέννησε, τὸν ἀνακαίνισε.
Ὁ Θωμᾶς ἔμεινε λίγα χρόνια στὴ μονή, ὅπου ἔμαθε λίγα γράμματα, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ μελετᾶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία. Ἀλλὰ κάποια μέρα, ἀφοῦ ἀποχαιρέτισε ὅλους τοὺς μοναχοὺς ἔφυγε, ἄγνωστο γιὰ ποῦ. Ὁ ἡγούμενος στὴν πόρτα τῆς Μονῆς τὸν ἀποχαιρέτισε λέγοντας μὲ δάκρυα στοὺς ἄλλους μοναχούς: «Ἕνας μεγάλος μετανιωμένος! Ἕνας ἅγιος μᾶς ἀποχαιρετᾶ! Τιμὴ γιὰ τὸ μοναστήρι μας ποὺ πέρασε ἀπὸ ἐδῶ μιὰ τέτοια εὐλογημένη ψυχή!».
Πέρασαν τριάντα ὁλόκληρα χρόνια! Ἡ ἱστορία του Λυκοθωμὰ ποὺ ἔγινε Καλοθωμᾶς ἔχει σχεδὸν ξεχαστεῖ. Μόνον κάποιοι γέροντες τὸν ἀναφέρουν σὰν παραμύθι στὰ ἐγγόνια τους.
Εἶναι Φλεβάρης. Οἱ εὐγενεῖς καὶ οἱ πρίγκιπες ἔχουν ἔρθει ἀπὸ τὴν Πετρούπολη στὰ Οὐράλια, γιὰ νὰ κυνηγήσουν ἀγριογούρουνα. Ἀνάμεσά τους καὶ ὁ ἐξηνταπεντάρης πιὰ Μετσλὰβ Κανιέφ, στρατιωτικός, ποὺ κάποτε ὡς στρατηγὸς εἶχε ζήσει στὸ Τοβόλσκι. Κάποια συννεφιασμένη μέρα, καθὼς κυνηγοῦν, ὁ Κανιὲφ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους συντρόφους καὶ βρίσκεται σ’ ἕνα ξέφωτο τοῦ δάσους, ὅπου βλέπει μιὰ φτωχικὴ καλυβούλα. Δίπλα στὴν καλυβούλα ἕνας ἀσκητὴς λευκασμένος, γονατιστός, μὲ τὰ χέρια σηκωμένα στὸν οὐρανό, προσεύχεται. Ὁ Κανιὲφ πλησιάζει ἀθόρυβα, τόσο ποὺ ἀκούει τὴν προσευχὴ τοῦ γέροντα: «Κριστὸς βοσκρές!» «Κριστὸς βοσκρές!» «Παῦσον, Κύριε, τῆς ὀργῆς τοῦ θυμοῦ σου καὶ ἴλεως γενοῦ ἐπὶ τὴν κακίαν τοῦ λαοῦ σου!». Ὁ γέροντας λυγίζει. Φαίνεται πὼς ξεψυχάει. Ὁ Κανιὲφ τρέχει κοντά του καὶ τὸν ἀγκαλιάζει κι ἀναγνωρίζει στὸ πρόσωπό του ἕναν παλιὸ γνώριμο, ποὺ στὸ Τοβόλσκι τὸν εἶχε ταλαιπωρήσει, ἀλλὰ καὶ εὐχάριστα ἐκπλήξει: τὸν Θωμᾶ Ριζκόφ!
«Θωμᾶ! Ἐσὺ ἐδῶ;». «Μὲ ἀναγνωρίσατε, Ὑψηλότατε! Ἐμένα τὸν ἀχρεῖο δοῦλο τοῦ Θεοῦ! Πόσο ἔχω κλάψει, ἀπὸ τότε ποὺ ἕνα παιδάκι μ’ ἕνα κόκκινο πασχαλινὸ αὐγό μου ἔδειξε τὸν δρόμο τῆς Ἀνάστασης! Ω, ἐκείνη ἡ στιγμὴ τοῦ Πάσχα πόσο ἄλλαξε ἐμένα καὶ τὴ ζωή μου. Τώρα πιά... φεύγω... ἄραγε... ὁ Χριστὸς θὰ μὲ δεχτεῖ;...», καὶ καταβάλλοντας μιὰ ὕστατη προσπάθεια κάνει τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μὲ χέρι τρεμάμενο κι ὕστερα γέρνει τὸ κεφάλι του στὸν ὦμο τοῦ Κανιέφ.
Τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ μολυβένιος οὐρανὸς ἀνοίγει ξαφνικά. Τὰ σύννεφα διαλύονται κι ἕνα χρυσὸ φῶς λάμπει μέσα στὸ δάσος. Ὁ πρίγκιπας ἔκθαμβος, κρατῶντας στὴν ἀγκαλιά του τὸν πολύτιμο νεκρό, αἰσθάνεται μιὰ ἐξαίσια εὐωδία, σὰν ν’ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ λιβάνι ἀπὸ πολλὰ θυμιατήρια, ἐνῷ πλῆθος ἀγγέλων ἑτοιμάζονται νὰ κάνουν «νεκρικὸ ξόδι» καὶ περιτριγυρίζουν μὲ εὐλάβεια τὸ σκήνωμα. Ὁ πρίγκιπας τραβιέται μερικὰ βήματα, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλεῖ.
«Μακάριος ὃν ἐξελέξω καὶ προσελάβου, Κύριε!» «Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ ὁσίου αὐτοῦ!», ψάλλουν οἱ ἄγγελοι.
Ἀποσβολωμένο βρῆκαν τὸν Κανιὲφ οἱ ἄλλοι κυνηγοί. «Μὰ τί πάθατε Ὑψηλότατε; Τί σᾶς συνέβη;», τὸν ρωτοῦν. «Γονατίστε, καλοί μου φίλοι. Γονατίστε μπροστὰ σ’ ἕναν σύγχρονο ἅγιο.
Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἀναγέννησε ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ, ἕνα χεράκι παιδικὸ ποὺ κρατοῦσε ἕνα αὐγὸ πασχαλινὸ κι ἔδωσε μιὰν εὐχή: «Κριστὸς βοσκρές!».
Μιχάλης Αντωνιάδης