ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Μιὰ στιγμὴ τοῦ Πάσχα...
Βρισκόμαστε στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα στὴν πόλη Τοβόλσκι της Σιβηρίας, κοντὰ στὰ Οὐράλια ὄρη. Ἐδῶ βρίσκονται τὰ φοβερὰ κάτεργα, ὅπου ἐκτίουν τὴν ποινὴ τοὺς βαρυποινῖτες φυλακισμένοι.
Ἀνάμεσά τους ξεχωρίζει γιὰ τὴν ἀγριότητά του ὁ Θωμᾶς Ριζκόφ. Εἶναι ἕνας γιγαντόσωμος ὀλόξανθος νέος. Τὰ ἀτσαλένια μπράτσα του μαρτυροῦν μιὰ φοβερὴ δύναμη. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν κάνει ὡστόσο ἀκόμη πιὸ φοβερὸ εἶναι τὸ γεμᾶτο μῖσος βλέμμα του. Τὰ μάτια του φανερώνουν τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀπέραντη κακία τῆς καρδιᾶς του. Εἶναι καταδικασμένος σὲ ἰσόβια δεσμά, γιὰ ἕναν φόνο ποὺ μὲ κανέναν τρόπο δὲν παραδέχεται ὅτι διέπραξε. Μάλιστα ὅλοι οἱ συγχωριανοὶ ἀλλὰ καὶ οἱ συγκρατούμενοί του πιστεύουν πὼς ἔχει γίνει κάποια δικαστικὴ πλάνη ἤ, τὸ χειρότερο, μιὰ ἐσκεμμένη ἀδικία σὲ βάρος του.
Ὁ Θωμᾶς, τρία χρόνια τώρα μετὰ τὴν καταδίκη του δὲ σταματᾶ νὰ ὠρύεται διαμαρτυρόμενος πὼς εἶναι ἀθῶος. Σὰν μανιασμένο θηρίο χτυπᾶ μὲ λύσσα τὸ κεφάλι του στὸν τοῖχο του κελιοῦ του, ὥσπου νὰ πέσει αἱμόφυρτος στὸ βρόμικο πάτωμα. Ὅλοι τὸν φοβοῦνται καὶ τὸν ὀνομάζουν «Λυκοθωμά». Ἀκόμη καὶ οἱ σκληροὶ φύλακές του, ποὺ πρέπει νὰ τὸν «σωφρονίσουν» μὲ ραβδισμούς, τρέμουν νὰ τὸν πλησιάσουν.
Ἀπόψε εἶναι μιὰ ἄγρια, παγερὴ βραδιά. Τὸ φθινόπωρο ἔχει μπεῖ γιὰ τὰ καλά. Ξεσπάει καταρρακτώδης βροχὴ μὲ τρομακτικὰ ἀστραπόβροντα καὶ τὰ κάτεργα πλημμυρίζουν. Οἱ σειρῆνες σφυρίζουν δαιμονισμένα, καλῶντας τους κρατούμενους νὰ βοηθήσουν στὴν ἀπομάκρυνση τῶν νερῶν ἀπὸ τὴν ἄθλια φυλακή τους. Ὅλοι βρίσκονται σὲ ἀναστάτωση. Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν κοσμοχαλασιὰ ὁ Λυκοθωμὰς βρίσκει τὴν εὐκαιρία ποὺ χρόνια περιμένει. Κατορθώνει νὰ δραπετεύσει, ἀφοῦ ἀδίστακτα ἔχει σκοτώσει δυὸ δεσμοφύλακες, ποὺ προσπάθησαν νὰ τὸν συγκρατήσουν, ἀνοίγοντάς τους τὰ κεφάλια.
Ἐξαπολύεται πρωτοφανὲς ἀνθρωποκυνηγητὸ σ’ ὅλη τὴν περιοχή, γιὰ νὰ συλληφθεῖ. Μάταιος κόπος. Ὁ Θωμᾶς ἔχει γίνει ἄφαντος. Τὸν ἐπικηρύσσουν μὲ τὸ ὑπέρογκο ποσὸ τῶν χιλίων ρουβλίων, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα! Λὲς κι ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ τὸν κατάπιε...
Περνοῦν δυὸ χρόνια, χρόνια τρόμου γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ Τοβόλσκι. Κάθε λίγο κάποιοι βρίσκονται δολοφονημένοι μὲ φρικιαστικὸ τρόπο, ὅπως ὁ Κάσιμιρ Πετρόφ, ὁ σκληρὸς ἐπόπτης τῶν φυλακῶν, ποὺ βρέθηκε σκοτωμένος στὸ κρεβάτι τοῦ μὲ τὸ κεφάλι σχισμένο στὰ δύο κι ἕνα σημείωμα κακογραμμένο πάνω στὰ ματωμένα ροῦχα του: «Παλιόσκυλο, ἔπαθες ὅ,τι σοῦ ἄξιζε γιὰ ὅσα μοῦ ἔκανες!». Ὅλοι ἀνατριχιάζουν, γιατί καταλαβαίνουν ποιός εἶναι ὁ ὀργισμένος δολοφόνος. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς κλείνονται ἀπὸ νωρὶς στὰ σπίτια τους καὶ κλειδαμπαρώνονται. Τρομοκρατημένοι κοιμοῦνται μ’ ἕνα ὅπλο στὸ προσκέφαλό τους. Ὡστόσο, οἱ φόνοι συνεχίζονται, μαζὶ μὲ ληστεῖες καὶ πυρπολήσεις κατοικιῶν. Κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει ὅτι πίσω ἀπ’ ὅλα τὰ ἐγκλήματα κρύβεται ὁ Θωμᾶς Ριζκόφ, τὸ ἀγρίμι τῶν φυλακῶν.
Ἐπί τέλους, μετὰ ἀπὸ ἕναν βαρὺ κι ἀτέλειωτο χειμῶνα ἔρχεται ἐλπιδοφόρα ἡ ἄνοιξη. Ἡ ἀναγεννημένη πλάση, ὁ καιρὸς ποὺ ξαστερώνει, τὸ Πάσχα ποὺ πλησιάζει σκορπίζουν λίγο ἀπὸ τὸν φόβο τῶν ἀνθρώπων του Τοβόλσκι. Ἀρχίζουν σιγά-σιγά νὰ ξεμυτίζουν ἀπὸ τὰ σπίτια τους, νὰ χαίρονται ξανὰ τὴ ζωή. Μῆνες τώρα ἔχει ν’ ἀκουστεῖ κάτι δυσάρεστο. Ἔχουν ξεχάσει τὸν Θωμᾶ, ἔχουν κάπως ξενοιάσει. Τὸ βράδυ τῆς Ἀνάστασης, ὅταν ὁλόγλυκα καὶ χαρμόσυνα χτυποῦν οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν, ὅταν τὸ σύμπαν ὁλόκληρο διαλαλεῖ τὸ «Κριστὸς βοσκρὲς» (Χριστὸς Ἀνέστη), ὅλοι μαζεύονται στοὺς ναοὺς φορῶντας τὰ καλά τους καὶ κρατῶντας τὶς πασχαλιάτικες λαμπάδες τους.
Στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἦρθαν καὶ ὁ Ἀλεξέϊ Σαϊλόφσκι μὲ τὴ γυναῖκα του, τὴν Τατιάνα. Στὸ σπίτι τους εἶχε μείνει τὸ μικρὸ ἀγόρι τους, ὁ Μιχαήλ, μὲ τοὺς ὑπηρέτες τους. Ὅταν μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία ἐπέστρεψαν στὸ πλούσιο ἀρχοντικό τους ξαφνιάστηκαν πολὺ ποὺ βρῆκαν ἀνοιχτὴ τὴ βαριὰ αὐλόπορτα. Ἀνήσυχοι προχώρησαν πρὸς τὸ σπίτι τους, ὅπου τοὺς περίμενε μιὰ φριχτὴ ἔκπληξη. Βρῆκαν ἄγρια σκοτωμένους τοὺς ὑπηρέτες τους καὶ τὴν ἀγαπημένη τους καλοκάγαθη Δόμνα, τὴ γυναῖκα ποὺ φρόντιζε τὸν Μιχαήλ. Ἔντρομοι ἔτρεξαν στὸ δωμάτιο τοῦ γιοῦ τους. Δὲν τόλμησαν νὰ ξεστομίσουν λέξη γι’ αὐτὸ ποὺ φοβόντουσαν ὅτι θὰ ἀντικρίσουν. Κι οἱ δυὸ τοὺς ἤξεραν πολὺ καλὰ ποιός ἦταν πίσω ἀπ’ ὅλη αὐτὴ τὴ φρίκη... ὁ Λυκοθωμάς...
«Μανούλα, μανούλα, δὲς τὶ μοῦ ἔδωσε ὁ κύριος ποὺ ἦρθε!». Ὁ Μιχαήλ, ἕνα ἀγγελικὸ πλάσμα, ἔπαιζε στὸ κρεβατάκι τοῦ – ὁλοζώντανος καὶ ἄθικτος, δόξα τῷ Θέῷ – μ’ ἕνα ρώσικο ὅπλο, τὸ κιστέν, μιὰ βαριὰ σιδερένια σφαῖρα δεμένη σ’ ἕναν γερὸ ἱμάντα. Μ’ αὐτὸ τὸ ὅπλο εἶχαν σκοτωθεῖ οἱ ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ. Μισολιπόθυμοι ἡ Τατιάνα κι ὁ Ἀλεξέϊ ἀγκαλιάζουν τὸ παιδί τους καὶ δοξάζουν τὸν Θεό. «Ἦρθε ἕνας πολὺ ψηλὸς ἄντρας μὲ γένια κι ἄγρια μαλλιά. Τὸ πρόσωπό του ἦταν πολὺ φοβιστικό», συνέχισε ὁ Μιχαήλ. «Μόλις τὸν εἶδα τοῦ χαμογέλασα καὶ τοῦ εἶπα: «Κριστὸς βοσκρές!», ὅπως, μανούλα, μοῦ ἔμαθες νὰ λέω. Κι αὐτὸς ἀπόμεινε ἀκίνητος νὰ μὲ κοιτάει. Τοῦ ἔδωσα καὶ τὸ πασχαλινὸ αὐγό μου. Τὸ πῆρε στὰ χέρια του. Τὸ κράτησε λίγη ὥρα. Κι ὕστερα ἄλλαξε τὸ πρόσωπό του καὶ μοῦ χαμογέλασε καὶ εἶπε «Βοΐστινο βοσκρές!» (Ἀληθῶς ἀνέστη!). Κι ὕστερα, μανούλα, ἄρχισε νὰ κλαίει, νὰ κλαίει ... κι ἔτσι κλαμένος ἔφυγε. Δὲν μὲ πείραξε, μανούλα».
Οἱ πιστοὶ μαζεύονται στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου γιὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης ἀφάνταστα ἀναστατωμένοι. Ἔχουν μαθευτεῖ τὰ νέα τῶν Σαϊλόφσκι. Ὁ τρόμος ξαναγύρισε στὶς καρδιὲς ὅλων. Ἀλλὰ πόση εἶναι ἡ κατάπληξή τους ὅταν, μπαίνοντας στὸν ναό, ἀντικρίζουν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ τὸν γιγαντόσωμο Θωμᾶ! Ἀκουμπᾶ σὲ μιὰ κολόνα καὶ κοιτᾶ στὰ μάτια τὸν Ἰησοῦ. Τὰ δικά του μάτια τρέχουν σὰν βρῦσες, ἀσταμάτητα, καὶ τὰ χείλη του ἀδιάκοπα ψελλίζουν «Κριστὸς βοσκρές! Κριστὸς βοσκρές!». Στὴν ἀρχὴ δὲν τολμοῦν νὰ πλησιάσουν. Γρήγορα ὅμως ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὁ Θωμᾶς εἶναι ἐντελῶς ἀκίνδυνος. Τίποτα στὸ πρόσωπό του δὲν εἶναι ἄγριο καὶ φοβερό. Τίποτα δὲν προδίδει ἕναν κακοῦργο. Εἶναι ὁλοφάνερα ἐξαντλημένος καὶ ὁλοφάνερα εὐτυχισμένος. Δὲν ἀντιδρᾶ καθόλου, ὅταν μαζεύονται γύρω του διάφοροι φωνάζοντας: «Νὰ φωνάξουμε τὴν ἀστυνομία! Νὰ τὸν συλλάβει! Κλεῖστε τὶς πόρτες, μὴ μᾶς φύγει!». Ὁ Θωμᾶς δὲν σαλεύει. Εἶναι δοσμένος ὁλοκληρωτικὰ σὲ μιὰ βουβή, θερμὴ ἱκεσία πρὸς τὸν ἀναστημένο Ἰησοῦ, ποὺ τὸν μεταμορφώνει. Ὁ ἱερέας ἀρνεῖται νὰ καλέσει τὴν ἀστυνομία μέσα στὸν ναὸ καὶ τελεῖ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ. Ὕστερα βγαίνει στὸ ἱερὸ κρατῶντας τὴν εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης. Ὅλοι οἱ πιστοὶ περνοῦν νὰ τὴν ἀσπαστοῦν. Κι ὅταν ἔχουν περάσει ὅλοι, ὁ ἱερέας μ’ ἕνα συγκλονιστικὸ μεγαλεῖο προχωρεῖ πρὸς τὸν Θωμᾶ. Γιὰ ποιόν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ μας; Γιὰ ποιόν σταυρώθηκε; Δὲν ἦρθε γιὰ τὰ πιὸ πονεμένα τοῦ παιδιά; Γιὰ τὰ πιὸ ἀπελπισμένα; Γιὰ τὰ πιὸ ἁμαρτωλά; Κρατᾶ τὴν εἰκόνα μπροστὰ στὸν Θωμᾶ καὶ τὸν καλεῖ νὰ τὴν προσκυνήσει. Κι ἐκεῖνος σύγκορμος κλαίει κι ἐλεεινολογεῖ τὸν ἑαυτό του. «Τόμα, Κριστὸς βοσκρές!», τοῦ λέει. «Πάπα, βοΐστινο βοσκρές!», κατορθώνει ν’ ἀπαντήσει ὁ Θωμᾶς μέσα σὲ ἀναφιλητά. «Ἔλα, παιδί μου, νὰ προσκυνήσεις τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Γιὰ σένα ἔχυσε τὸ αἷμα του στὸν Σταυρό. Γιὰ σένα μπῆκε στὸ μνῆμα. Γιὰ σένα ἀναστήθηκε καὶ μαζὶ τοῦ ἀνέστησε κι ἐσένα. Ἂς σοῦ χαρίσει τὴν ἴαση τῆς ψυχῆς σου». Καὶ μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ἀκουμπᾶ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης στὸ κεφάλι τοῦ Θωμᾶ.
Ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ περιμένει ἡ ἀστυνομία.
Μιχάλης Αντωνιάδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου