Ανδρέας Ζέππος (ή Ζέπο) ήταν μια ιδιαίτερη μορφή της νεότερης Ελληνικής λαϊκής ιστορίας — ψαράς, “καπετάνιος”, αλλά και μύθος· ένας άνθρωπος που συνδύαζε φιλανθρωπία, κοινωνική αναγνώριση και τα θέματα της ανθρώπινης ευπάθειας. Παρακάτω συνοψίζω τα βασικά στοιχεία της ζωής και του έργου του:
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε 10 Φεβρουαρίου 1914 στο Αϊβαλί, σε οικογένεια εμπόρων.
Ο πατέρας του, ο Στράτος, όταν ήρθαν οι Τούρκοι, υπέστη οικονομικά πλήγματα· του κατέσχεσαν το μαγαζί και τον πήραν μαζί με άλλους Έλληνες — δεν επέστρεψε.
Η μητέρα του, Παρασκευή, έμεινε έγκυος και με τον Ανδρέα (και αργότερα με τη Στρατούλα, την αδελφή του) πέρασε δύσκολες στιγμές, αναγκασμένη να φύγει από το σπίτι τους για να αποφύγει επικίνδυνες συνθήκες.
Επαγγελματική ζωή & κοινωνική δράση
Από μικρός μπήκε στη θάλασσα ως μούτσος στο καΐκι ενός συγγενή της μητέρας του, του καπετάν Στέλιου. Το καΐκι ονομαζόταν «Ταξιάρχης».
Αργότερα, αφού ωρίμασε, αγόρασε ένα δυνατό τρεχαντήρι (καΐκι), με το οποίο μπορούσε να ψαρεύει βαθύτερα και να έχει καλύτερο εισόδημα από τους άλλους ψαράδες στην περιοχή.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), ο Ζέππος έκανε κάτι συγκινητικό: μοιραζόταν τη ψαριά του με φτωχούς οικογένειες του Πειραιά, ειδικά εκεί που υπήρχαν μικρά παιδιά.
Χαρακτήρας, φήμη και το τραγούδι
Ήταν γνωστός για τον καλόκαρδο χαρακτήρα του, αλλά και για τη συνήθειά του να “σκορπίζει” χρήματα — στα ταβερνεία, στα μπουζούκια, όπου διασκέδαζε.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου έγραψε γι’ αυτόν το γνωστό τραγούδι «Καπετάν Αντρέα Ζέπο» το 1946. Το τραγούδι τον έκανε ευρέως γνωστό και συνέβαλε στο να γίνει η μορφή του σχεδόν θρυλική.
Το τραγούδι περιγράφει τον Ζέπο ως έναν άντρα που “καλάρει” — δηλαδή βγαίνει στη θάλασσα — και φέρνει ψάρια, ενώ θαυμάζεται για την ειλικρίνεια, τη γενναιοδωρία, αλλά και την αγάπη του για τη ζωή.
Οι δυσκολίες και το τέλος
Η ζωή του δεν ήταν χωρίς προβλήματα. Μετά το θάνατο της μητέρας του, ο Ζέππος άρχισε να έχει προβλήματα με το ποτό.
Ενεπλάκη σε εγγυήσεις δανείων υπέρ φίλων, και όταν κάποια από αυτά δεν εξοφλήθηκαν, η τράπεζα ζήτησε από αυτόν να καλύψει το χρέος. Αναγκάστηκε έτσι να πουλήσει το καΐκι του.
Τελικά, έζησε τα τελευταία του χρόνια “πάμπτωχος” — δηλαδή χωρίς πολλά χρήματα — και το 1969 πέθανε σε ηλικία 55 ετών από κίρρωση του ήπατος.
Μιχάλης Αντωνιάδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου