Ὁ Τοῦρκος ἦταν κρυπτοχριστιανός,

8/10/24

  «Βρισκόμουν στό σπίτι μόνος μου, στό σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ μου, οἱ γονεῖς μου εἶχαν πεθάνει. Ἦρθε ἐκείνη τήν ἡμέρα κάποιος ζητιάνος, πῆρα ἕνα πιάτο, πῆγα στό ἀμπάρι, πῆρα λίγο ἀλεύρι καί τοῦ τό ἔδωσα. Μετά, τήν ἄλλη ἡμέρα, χρειάσθηκε ο αδελφός μου νά πάει νά πάρει ἀλεύρι καί ἄρχισε νά μέ μαλώνει λέγοντάς μου˙ ξεσήκωσες ὅλο τό ἀμπάρι καί τό ἔδωσες στόν ζητιάνο. Τά ἔβαλε μαζί μου, μιά φασαρία, ἕνα κακό, καί αὐτό ἔγινε αἰτία νά σηκωθῶ νά φύγω ἀπό τό σπίτι.

Βρέθηκα σέ κάποιον Τοῦρκο και μέ ἔκανε τσομπάνο στά ζῶα του. Ἔπαιρνα τά ζῶα, τά πήγαινα σέ μία ρεματιά καί ἐκεῖ τά φύλαγα. Μία ἡμέρα, πού φύλαγα τά ζῶα, βλέπω τρεῖς ἱερωμένους, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν μία ψαλμωδία τόσο ὡραία, πού ἐγκατέλειψα τά ζῶα καί τούς ἀκολούθησα. Ξαφνικά ὅμως τούς ἔχασα. Ἦταν δέ τόσο ὡραία ἡ ψαλμωδία, πού ἐπειδή ἔγιναν ἄφαντοι, ἔβαλα τά κλάματα. Μέ τά κλάματα γύρισα στό σπίτι καί ὅταν μέ εἶδε ὁ Τοῦρκος ἔτσι, μέ ρωτοῦσε: “Τί ἔπαθες; τί συμβαίνει;” ἀλλά ἐγώ δέν μποροῦσα νά μιλήσω. Μετά ἀπό ὧρες συνῆλθα καί τοῦ ἐξήγησα τί ἔπαθα. Τότε μοῦ εἶπε: “Ἄν τούς δεῖς, τούς γνωρίζεις;”. Δέν ξέρω, ἀποκρίθηκα. Μέ πῆρε μετά ἀπό τό χέρι καί μέ πήγαινε ἀπό τό ἕνα δωμάτιο στό ἄλλο καί σέ κάποιο μέρος σήκωσε μία καταπακτή καί κατεβήκαμε μία σκάλα. Τότε ἀνοίχθηκε ὁλόκληρη ἐκκλησία μπροστά μας. Ὁ Τοῦρκος ἦταν κρυπτοχριστιανός. Ἀμέσως ἔτρεξα μπροστά στήν εἰκόνα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν· νά, αὐτοί ἦταν. Τότε, μοῦ εἶπε: “ἔλα, παιδί μου, ἐσύ τώρα δέν εἶσαι γιά ἐδῶ. Εἶσαι γιά μοναστήρι...”.


Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης.


Μιχάλης Αντωνιάδης