Ο Άνθρωπος Κρίνεται, για τον Τρόπο του, στον κατώτερο του,

17/9/23

 


Μια φορά, που ήμουν με την κήλη, κάποιοι εργάτες κουβαλούσαν ξύλα με τα ζώα εκεί στην περιοχή του Καλυβιού. Βλέπω σε μια στιγμή ένα ζώο να πέφτη, το καημένο, κάτω και το σαμάρι με τα ξύλα να πέφτη από πάνω του. Διπλώθηκαν τα πόδια του και δεν μπορούσε να τα ισιώση. Εγώ ξέχασα ότι είχα κήλη, ξέχασα ότι δυσκολευόμουν ακόμη και να περπατήσω. Τρέχω, πετάω τα ξύλα. Πάω να σηκώσω το σαμάρι, δεν μπορούσα.

Δίνω μια, τραβάω τα σχοινιά και ελευθέρωσα το ζώο. Οπότε ένας Πατέρας που ήταν εκεί κοντά φώναζε:

Πρόσεχε, έχεις κήλη, θα πάθης καμμιά ζημιά

Τότε θυμήθηκα ότι είχα κήλη. «Καλά, του λέω, εγώ έχω κήλη, εσύ που δεν έχεις κήλη, γιατί δεν έτρεξες;». «Φοβάμαι μήπως με κλωτσήση», μου λέει. «Ευλογημένε, του λέω, το ζώο, και λύκος να είναι, όταν το καημένο βρίσκεται σε ανάγκη, ζητάει βοήθεια και δεν κάνει κακό στον άνθρωπο».

Αλλά κι αν πεινούν κι αν διψούν τα ζώα, στον άνθρωπο καταφεύγουν, γιατί ο άνθρωπος είναι το αφεντικό τους. Θυμάμαι, στο Καλύβι του Τιμίου Σταυρού, ένα καλοκαίρι, μια οχιά κατέβηκε από την λαμαρίνα της σκεπής και κουλουριάστηκε μπροστά μου. Σήκωνε το κεφάλι της ψηλά, έβγαζε τη γλώσσα της και σφύριζε.

Διψούσε πολύ – είχε καή από τον πολύ καύσωνα- και με απειλούσε. Ζητούσε νερό, αλλά με επιτακτικό τρόπο, λες και ήμουν υποχρεωμένος να πάω να της φέρω νερό. «Βρε, της λέω, εσύ, έτσι που κάνεις, δεν συγκινείς τον άλλον!». Της έβαλα μετά νεράκι και ήπιε. Ενώ τα τσακάλια πολύ με συγκινούν, γιατί, όταν πεινούν, κλαίνε σαν μωρά παιδιά. Να δήτε τί έχω πάθει και με τα γατάκια τώρα στο Καλύβι. Πρόσεξαν πως, κάθε φορά που χτυπούσε το καμπανάκι έβγαινα έξω, και πότε-πότε τους έρριχνα κάτι να φάνε. Όταν λοιπόν πεινούν, τραβούν το σχοινί και χτυπάει το καμπανάκι. Βγαίνω και βλέπω να χτυπούν αυτά το καμπανάκι και τα ταΐζω. Πώς τα έχει κάνει όλα ο Θεός!

Αγιος Παίσιος Αγιορείτης