Δημογραφική γήρανση,

16/12/16

Η ΕΡΕΥΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ,

 Παιδαγωγική, Ψυχολογική και Κοινωνιολογική Έρευνα. Educational, Psychological and Sociological Research - Ευστράτιος Παπάνης,Ψυχολόγος,Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου. Για οποιαδήποτε πληροφορία στείλτε μήνυμα στην ηλεκτρονική διεύθυνση efstratios@papanis.net
Υπογεννητικότητα,αστικοποίηση και εκπαίδευση,



Ειρήνη-Μυρσίνη Παπάνης, Υπ.Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Αικατερίνη Μπαλάσα, ΜΒΑ, Κοινωνιολόγος
Ευστράτιος Παπάνης, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου

Το πρόβλημα της υπογεννητικότητας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών χωρών, είναι γνωστό εδώ και καιρό. Αρχικά, ως κύριο αίτιό της ενοχοποιήθηκε η απροθυμία των ατόμων να αποκτήσουν πολλά παιδιά. Τα αίτια, όμως, είναι πιο βαθιά.
Στις μέρες μας γίνεται πια αντιληπτό ότι μια από τις βασικές αιτίες για τα χαμηλά ποσοστά γεννητικότητας δεν είναι η «αρνησιπαιδία», αλλά η αναβολή της γέννησης του πρώτου παιδιού. Το παράδοξο στην αναβολή αυτή έγγυται στο γεγονός ότι ανάμεσα στα αίτιά της είναι δύο από τα μεγαλύτερα αγαθά για τον άνθρωπο: η εκπαίδευση και η επαγγελματική σταδιοδρομία. Η ολοένα, μάλιστα, μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών σε αυτά –επίτευγμα της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης, με την προώθηση νέων διαφυλικών προτύπων - επιδεινώνει την κατάσταση, αφού η αυξανόμενη ηλικία απόκτησης του 1ου παιδιού προκαλεί, όχι μόνο προβλήματα υπογονιμότητας, αλλά και μείωση του συνολικού αριθμού παιδιών που τελικά αποκτώνται. Πραγματικά, η εκπαίδευση, που στις μέρες μας τείνει να είναι πολυετής και που ένα μεγάλο ποσοστό νέων την αποκτά στα ανώτερα επίπεδά της, καθώς και η επιδίωξη οικοδόμησης επαγγελματικής σταδιοδρομίας λειτουργούν, συχνά εις βάρος της έγκαιρης δημιουργίας οικογένειας και γίνονται παράγοντες έντασης του φαινομένου της υπογεννητικότητας. Το πρόβλημα θα σταματήσει να υφίσταται, όχι όταν οι δύο αυτοί παράγοντες εκλείψουν – πράγμα που ούτως ή άλλως δεν είναι ούτε δυνατόν, ούτε επιθυμητό - αλλά όταν, με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, οι νέοι θα μπορούν να τους συνδυάσουν με την απόκτηση παιδιών.
1. Η υπογεννητικότητα σε Ευρώπη και Ελλάδα
Επίσημο έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανέφερε το Μάρτιο του 2005 σχετικά με τις ανησυχητικές δημογραφικές αλλαγές που αφορούν την υπογεννητικότητα:
«Η Ευρώπη αντιμετωπίζει σήμερα μια πρωτοφανή δημογραφική αλλαγή… Τα νέα κράτη-μέλη, με εξαίρεση την Κύπρο και τη Μάλτα/είναι μέρος Τούρκων, βλέπουν τον πληθυσμό τους να μειώνεται. Σε πολλές χώρες η εγκατάσταση μεταναστών είναι ζωτικής σημασίας, αφού συμβάλλει στην αύξηση του πληθυσμού. Η γεννητικότητα έχει πέσει κάτω από το ποσοστό που μπορεί να εξασφαλίσει την ανανέωση του πληθυσμού (περίπου 2.1 παιδιά ανά γυναίκα) και μάλιστα σε πολλά κράτη-μέλη το ποσοστό είναι πιο χαμηλό και από 1.5 παιδιά ανά γυναίκα» (European Commission 2005:2)
Το παραπάνω απόσπασμα συνοπτικά περιγράφει το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στην Ευρώπη και αποτελεί προειδοποίηση για την ανάγκη λήψης μέτρων, ώστε να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο.
Μελετώντας στατιστικά στοιχεία της Οικονομικής Επιτροπής Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη, που αφορούν στα ποσοστά των γεννήσεων από το 1970 έως το 2006, γίνεται αντιληπτό ότι το πρόβλημα της υπογεννητικότητας ξεκίνησε από την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, με τη Γερμανία, την Ελβετία, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Νορβηγία, τη Φινλανδία και την Αγγλία να πρωτοστατούν στην υπογεννητικότητα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Η Γερμανία ήταν η πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα που κατέγραψε το 1992 γεννήσεις κάτω από το όριο (1.3 παιδιά ανά γυναίκα) που έχει επίσημα καθοριστεί ως το «κατώφλι της υπογεννητικότητας» και ακολούθησαν και άλλες χώρες, όπως η Ιταλία το 1993, η Ισπανία το 1994, η Βουλγαρία και η Σλοβενία το 1995, η Ρωσία το 1996, η Ουκρανία το 1997, η Ελλάδα το 1998, η Ουγγαρία και η Ρουμανία το 1999. Βέβαια, για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης το φαινόμενο μπορεί να ερμηνευθεί ευκολότερα σε σχέση με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές, αφού η αβεβαιότητα κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες από τις πολιτικοοικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν, ήταν αναμενόμενο να έχει αντίκτυπο και στη γεννητικότητα (Macura και Mac Donald, 2003; Philipov και Dorbritz, 2003).
Χαρακτηριστική είναι η διαπίστωση ότι, ενώ ο συνολικός αριθμός των γεννήσεων στην Ευρώπη το 1964 είχε φτάσει τα 7.3 εκατομμύρια, το 2002 έπεσε στα 4.7 εκατομμύρια (Eurostat, 2004) και εύλογα οι μελετητές προειδοποιούν ότι, εάν τα ποσοστά των γεννήσεων δεν ξεπεράσουν το όριο των 1.3 παιδιών ανά γυναίκα για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε σε περίπου 40 χρόνια από σήμερα ο πληθυσμός της Ευρώπης θα έχει μείνει ο μισός. Το ίδιο επισημαίνουν και οι Skirbekk, Lutz και Testa (2006), που κάνουν λόγο για την «παγίδα» της χαμηλής γεννητικότητας. Υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι από τη στιγμή που η γεννητικότητα πέσει κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο, τότε η υπογεννητικότητα είναι πιθανό να καταστεί μη αναστρέψιμη στο μέλλον. Η παραπάνω θεωρία, βέβαια, δεν αποτελεί κανόνα και δεν επαληθεύεται πάντα, είτε λόγω μέτρων που λαμβάνονται από την πολιτεία κάθε κράτους για την αντιμετώπιση του προβλήματος, είτε λόγω της μικρότερης ή μεγαλύτερης πληθυσμιακής τόνωσης που επιφέρει η εισροή μεταναστών σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες.
Η Ελλάδα, έχοντας γεννητικότητα κάτω από το καθορισμένο όριο των 1.3 παιδιών ανά γυναίκα από το 1998 και για 6 συνεχόμενα έτη, κατόρθωσε τελικά να το υπερβεί, έστω οριακά, το 2004 και συνεχίζει να το υπερβαίνει μέχρι σήμερα.

Πίνακας 1: Συνολικό Ποσοστό Γονιμότητας 1998-2006 (Total Fertility Rate)

Οικονομική Επιτροπή Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη
Ωστόσο, αυτή η ελάχιστη υπέρβαση δεν είναι καθησυχαστική, αφού οφείλεται κυρίως στην εισροή μεταναστών, και τα ποσοστά των γεννήσεων εξακολουθούν να παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλά γεννώντας δυσοίωνες προβλέψεις για τον πληθυσμό της χώρας στο μέλλον. Αρκεί μια ματιά στα συνολικά ποσοστά γονιμότητας (Total Fertility Rates) –ως συνολικό ποσοστό γονιμότητας ορίζεται το ποσοστό γονιμότητας υπολογιζόμενο στο σύνολο της περιόδου αναπαραγωγής της γυναίκας, συνήθως ανάμεσα στα 15 και 50 έτη- από τη δεκαετία του ’ 70 έως αυτή που διανύουμε για τη διεξαγωγή συμπερασμάτων: το 1970 το συνολικό ποσοστό γονιμότητας ήταν 2.39, δέκα χρόνια αργότερα 2.21, το 1990 έπεσε σε 1.39 και το 2000 κατρακύλησε στα 1.27.


Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος,

Η μείωση της γονιμότητας και της γεννητικότητας, σε συνδυασμό με αυτή της θνησιμότητας, οδηγούν σε μια νέα δημογραφική επανάσταση, χαρακτηριστικά της οποίας είναι η γήρανση του πληθυσμού, η «αρνησιπαιδία» και «ολιγανθρωπία», όπως γλαφυρά έγραφε ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης το 165 π.Χ, αναφερόμενος σε αντίστοιχη υπογεννητικότητα στην Ελλάδα επί των ημερών του:
«Έφθασε ο καιρός σήμερα στην Ελλάδα να υπάρχει αρνησιπαιδία και ολιγανθρωπία, εξαιτίας της οποίας οι πόλεις ερημώθηκαν και σημειώθηκε πλήρης έλλειψη παραγωγής, αν και δε συνέβησαν πόλεμοι ή επιδημίες. Εάν λοιπόν για τούτο συμβούλευε κάποιος να ρωτήσουμε τους Θεούς τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, άραγε δεν θα ήταν μάταιο να κάνουμε τέτοιες ερωτήσεις, αφού η αιτία είναι προφανής και ο τρόπος διορθώσεως στα χέρια μας; Διότι, επειδή οι άνθρωποι έγιναν εγωιστές και φιλοχρήματοι, έτσι ώστε να μη θέλουν να παντρευτούν, ούτε να κάνουν παιδιά, ούτε να ανατρέφουν, αλλά να αποκτούν το πολύ ένα ή δύο, ώστε να τους αφήσουν πλούσια κληρονομιά και να μη ξοδεύουν για την ανατροφή τους, γι' αυτό το λόγο το κακό μεγαλώνει.»
Οι συνέπειες από την υπογεννητικότητα και τη γήρανση του πληθυσμού είναι εύλογες, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για όλη την Ευρώπη, που και από πλευράς ηλικίας των κατοίκων της πρέπει να αποκαλείται «Γηραιά Ήπειρος». Στο κοντινό μέλλον τόσο η πληθυσμιακή συρρίκνωση, όσο και η γήρανση του πληθυσμού, δεν θα αποτελούν απλά σοβαρά κοινωνικά φαινόμενα, αλλά αναμένεται να προκαλέσουν και σημαντικά προβλήματα στην οικονομία, καθώς το εργατικό δυναμικό θα ελαττωθεί, η παραγωγή αναπόφευκτα θα μειωθεί και τα ασφαλιστικά συστήματα θα δεχθούν βαρύ πλήγμα.
Οι Caldwell και Schindlmayr (2003) κάνουν κριτική στους ερευνητές της υπογεννητικότητας, λέγοντας ότι δεν προσπαθούν να εντοπίσουν πιθανές κοινές αιτίες που συμβάλλουν στη μείωση των γεννήσεων. Φυσικά, δεν είναι δυνατό να οδηγηθούμε σε γενικεύσεις, ωστόσο, ένα κοινό χαρακτηριστικό που μπορεί να εντοπιστεί διακρατικά είναι η αναβολή των γεννήσεων (postponement of childbearing), δηλαδή η απόκτηση παιδιών σε συνεχώς μεγαλύτερη ηλικία.
Για να εξηγήσει, ωστόσο, κανείς τη φύση και τις αιτίες που προκαλούν την αναβολή δημιουργίας οικογένειας, πρέπει πρώτα να κατανοήσει τις αλλαγές και το νέο ρεύμα ιδεών που επέφερε η λεγόμενη Δεύτερη Δημογραφική Μετάβαση, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 στη Βόρεια Ευρώπη και σταδιακά εξαπλώθηκε και στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες (Lesthaeghe, 1995; van de Kaa, 1987).
2. Ιδεολογικό Ρεύμα και στάσεις ζωής της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης
Η μείωση της γεννητικότητας κάτω από το όριο αντικατάστασης είναι ίσως τo πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης (van de Kaa, 1987). Κατά την περίοδο αυτή, ενώ οι συνθήκες διαβίωσης βελτιώνονται και ο μέσος όρος ζωής αυξάνεται, τα ποσοστά γεννήσεων σημειώνουν σημαντική μείωση, γεγονός που απειλεί πολλές χώρες με πληθυσμιακή γήρανση και καθιστά την είσοδο μεταναστών ως μια λύση σταθεροποίησης του πληθυσμού και οικονομικής αναζωογόνησης. Η γέννηση του πρώτου παιδιού αναβάλλεται ολοένα και περισσότερο και είναι τόσο συχνό το φαινόμενο, ώστε οι Κohler, Billari και Ortega (2002) να θεωρούν την αναβολή των γεννήσεων ως μια ξεχωριστή Δημογραφική Μετάβαση, και όχι ως μέρος της Δεύτερης.
Πολλαπλές κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα κατά τη Δεύτερη Δημογραφική Μετάβαση και σηματοδοτούν την έναρξη μιας καινούριας εποχής, όχι μόνο για τη Βόρειο-δυτική Ευρώπη, όπως πολλοί υποστηρίζουν, αλλά σταδιακά για την πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών χωρών. Νέες αντιλήψεις, στάσεις ζωής και πρότυπα συμπεριφοράς καθιερώνονται και οι ανάγκες που χρήζουν ικανοποίησης εκτείνονται πέρα από αυτές της επιβίωσης, της ασφάλειας και της αυτοσυντήρησης-επιδιώξεις της Πρώτης Δημογραφικής Μετάβασης- και αγγίζουν τις ανώτερες ψυχικές στην κλίμακα της περίφημης Πυραμίδας του Maslow (1954). Στη νέα μεταϋλιστική και μεταμοντέρνα εποχή το άτομο επιδιώκει την εσωτερική του ολοκλήρωση και αυτοπραγμάτωση, την πνευματική του ανάπτυξη, την ικανοποίηση των προσωπικών του φιλοδοξιών, την αναγνώριση, την επαγγελματική ανέλιξη, την αυτονομία και την ελεύθερη έκφραση ιδεών και απόψεων. Στα πλαίσια αυτά εντάσσονται η έμφαση στην προσωπική μόρφωση και η προσήλωση στη δημιουργία αξιόλογης επαγγελματικής σταδιοδρομίας.
Η επιδίωξη της αυτοπραγμάτωσης παραμερίζει την ιδέα του γάμου. Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμη και στην Ελλάδα, που θεωρείται παραδοσιακή χώρα και πιστή στο θεσμό της οικογένειας, οι σύναψη γάμων έχει ελαττωθεί σημαντικά κατά τα τελευταία χρόνια. Το 1991 σημειώθηκαν 65.568 γάμοι, σε μια δεκαετία ο αριθμός τους έπεσε σε 58.491, το 2004 μειώθηκε ακόμη περισσότερο και έφτασε τους 51.377, ενώ το 2007 ξανασκαρφάλωσε στους 61.377.

Πίνακας 5


Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος

Ωστόσο, παρά την τελευταία αυτή άνοδο, ο αριθμός γάμων είναι φανερά χαμηλότερος σε σχέση με το παρελθόν.
Επιπλέον, νέες μορφές οικογένειας εμφανίζονται, όπως η ‘συμβίωση’, η οποία πιθανό να οδηγεί -στις λιγότερο συντηρητικές χώρες- στην απόκτηση παιδιού εκτός γάμου.
Ο αριθμός των διαζυγίων αυξάνεται ραγδαία. Τα ποσοστά τους στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να τα διανοηθεί ούτε ο πιο διορατικός μελετητής μερικές δεκαετίες πριν. Ενώ το 1991 τα διαζύγια δεν ξεπερνούσαν τα 6.351, το 2007 διπλασιάστηκαν και έφτασαν τα 12.994, αριθμός που αντανακλά τις κοινωνικές μεταβολές που διενεργούνται και στον Ελληνικό χώρο.


Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος,

Στο φαινόμενο των διαζυγίων συμβάλλει η χειραφέτηση της γυναίκας- αποτέλεσμα της μόρφωσης, της δυναμικής της ένταξης στον εργασιακό χώρο και της οικονομικής ανεξαρτητοποίησής της στα πλαίσια της ισότητας των δύο φύλων. Πράγματι, η ισότητα μεταξύ αντρών και γυναικών είναι ένα από τα βασικά ζητούμενα της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης, που θέλει τη γυναίκα ισότιμη με τον άντρα και εξίσου δραστήρια επαγγελματικά και υπεύθυνη για την οικονομική ευμάρεια της οικογένειας. Αξιοσημείωτη πρόοδος έχει συντελεστεί σχετικά με την ισότητα ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα, τόσο ως προς τις εκπαιδευτικές όσο και ως προς τις επαγγελματικές ευκαιρίες. Ωστόσο, στα στενά πλαίσια της οικογένειας οι ρόλοι αντρών και γυναικών είναι ακόμη διακριτοί και το μεγάλωμα και η φροντίδα των παιδιών ανήκουν κατά κύριο λόγο ή και αποκλειστικά στις αρμοδιότητές των γυναικών, γεγονός που καθιστά δύσκολο το συνδυασμό οικογένειας με εκπαίδευση και επαγγελματική σταδιοδρομία.
3. Αναβολή των γεννήσεων
Όπως εύστοχα επισημαίνουν και οι Frejka και Calot (2001a), πριν από οποιαδήποτε διερεύνηση του φαινομένου και των αιτίων του, απαραίτητος είναι ο διαχωρισμός του όρου ‘αναβολή των γεννήσεων’ από την ‘καθυστέρηση των γεννήσεων’, αφού λανθασμένα συχνά χρησιμοποιούνται στη βιβλιογραφία ως συνώνυμα. Ωστόσο, η καθυστέρηση υπονοεί ότι τελικά η απόκτηση παιδιών πραγματοποιείται κάποια στιγμή στο μέλλον, ενώ δεν ισχύει απαραίτητα το ίδιο και με την αναβολή. Επιπλέον, εύλογα τίθενται τα ερωτήματα: Μετά από ποια ηλικία θεωρούμε ότι μια γυναίκα αναβάλλει τη γέννηση του πρώτου παιδιού; Ποια είναι η ενδεδειγμένη ηλικιακή περίοδος απόκτησης του πρώτου παιδιού, μετά τη διέλευση της οποίας μπορούμε να κάνουμε λόγο για αναβολή; Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι δύσκολο να δοθούν και οι μελετητές δεν έχουν λάβει συγκεκριμένες και ξεκάθαρες θέσεις, αφού η «κατάλληλη» ηλικία της πρώτης τεκνοποίησης είναι πιθανό να ποικίλει από χώρα σε χώρα, ανάλογα με τις κοινωνικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις ή το επίπεδο προοδευτικότητας και συντηρητισμού που επικρατεί. Είναι, πάντως, γνωστό και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι, όσο αυξάνεται η ηλικία της γυναίκας, τόσο αυξάνονται και τα προβλήματα υπογονιμότητας. Λέγεται ότι τα προβλήματα αυτά συνήθως αρχίζουν μετά την ηλικία των 30 και επιδεινώνονται μετά τα 35. Συμβατικά υιοθετείται ένας πιο γενικός ορισμός της αναβολής ως την απόκτηση του πρώτου παιδιού σε ολοένα μεγαλύτερη ηλικία, σε σχέση με τα δεδομένα της κάθε χώρας.
Το φαινόμενο τείνει να γίνει παγκόσμιο, με τις προηγμένες κοινωνίες να είναι οι πρωταγωνιστές. Αναμφισβήτητα, ακόμη και αν δεν υπάρχει ταυτόχρονη αναβολή του γάμου, οι νέες και ποικίλες μέθοδοι αντισύλληψης και ο οικογενειακός προγραμματισμός συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση, σε σημείο που να προσεγγίζονται οι Μαλθουσιανές θεωρίες περί ανάγκης ελέγχου του πληθυσμού, λόγω έλλειψης φυσικών πόρων. Το παράδοξο έγγυται στο γεγονός ότι, ενώ κυρίως οι Ασιατικές και Αφρικανικές χώρες είναι αυτές που χρήζουν ελέγχου των γεννήσεων, είναι η προηγμένη Ευρώπη αυτή που τις περιορίζει.
Έτσι, πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, από τα μέσα κιόλας της δεκαετίας του ’70, σημειώνουν άνοδο στους μέσους όρους απόκτησης του πρώτου παιδιού αδιάκοπα για τρεις δεκαετίες. Ως αποτέλεσμα, η μετάβαση στη μητρότητα πραγματοποιείται 4-5 χρόνια αργότερα από την προηγούμενη γενιά. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη, το 1980 η Ελβετία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Γερμανία και η Ιταλία ήταν οι χώρες με τους μεγαλύτερους μέσους όρους, οι οποίοι ξεπερνούσαν την ηλικία των 25 ετών.

Πίνακας 7: Μέσοι όροι ηλικιών απόκτησης 1ου παιδιού το 1980
1980

Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη,

Η Ελλάδα, χώρα παραδοσιακή, πιστή στο θεσμό της οικογένειας και περισσότερο συντηρητική, σε σύγκριση με τις Βόρειες Ευρωπαϊκές, άρχισε να βιώνει το φαινόμενο πιο έντονα λίγο αργότερα. Έτσι, το 1980 ο μέσος όρος απόκτησης του πρώτου παιδιού ήταν σχετικά χαμηλός (23.3). Ωστόσο, στη συνέχεια εμφάνισε μια ραγδαία αύξηση στους μέσους όρους, σε τέτοιο βαθμό, ώστε το 2007 η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού να ανέρχεται σε 29.2, δηλαδή 5.9 χρόνια περισσότερα συγκριτικά με τη μέση ηλικία του 1980. Ως εκ τούτου, το φαινόμενο αναμφισβήτητα χρήζει κοινωνιολογικής μελέτης, αφού η ηλικία των 29.2 αποτελεί πλέον από τους μεγαλύτερους μέσους όρους στην Ευρώπη, ξεπερνώντας ακόμη και αυτούς από πολλές προοδευτικές χώρες του Βορρά.

Πίνακας 8: Μέσοι όροι ηλικιών απόκτησης 1ου παιδιού στην Ελλάδα
Ελλάδα

Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη,

Η σοβαρότητα του φαινομένου έγγυται στο γεγονός ότι η αναβολή της γέννησης του πρώτου παιδιού αναπόφευκτα οδηγεί και στην αναβολή των επόμενων (tempo effect). Είναι, επομένως, πολύ πιθανό να επηρεάζεται ο συνολικός αριθμός των παιδιών που θα αποκτήσει μια γυναίκα, αφού, λόγω της αναβολής, η αναπαραγωγική της περίοδος μειώνεται σημαντικά (quantum effect). Εξάλλου, ανησυχητική είναι η διαπίστωση ότι κάποιες από τις αιτίες που οδηγούν στην αναβολή της γέννησης του πρώτου παιδιού συμβαίνει να ταυτίζονται με εκείνες που μπορούν να προκαλέσουν υπογονιμότητα ή και μη τεκνοποίηση.
Οι Billari και Philipov (2004) παρατηρούν ότι οι γυναίκες που αναβάλλουν λιγότερο το πέρασμα στη μητρότητα είναι αυτές που προέρχονται από μεγάλες οικογένειες, καθώς, επίσης, και αυτές που δε διαμένουν σε αστικά κέντρα, αλλά σε ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές.
Πολλοί μελετητές, έχοντας συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα του προβλήματος και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην πληθυσμιακή εξέλιξη, έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για το φαινόμενο (Sobotka, 2004). Για να αναζητηθεί, ωστόσο, η λύση ενός προβλήματος πρέπει πρώτα να εντοπιστούν οι αιτίες που το προκαλούν και να μελετηθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συμβαίνει.
Οι Kohler, Billari και Ortega (2006) επιχειρούν καταρχήν μια ψυχολογική προσέγγιση του φαινομένου, πριν το ερμηνεύσουν κοινωνιολογικά. Παρατηρούν ότι η γέννηση ενός παιδιού, από τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί, είναι, πλέον, ένα μη αναστρέψιμο και τετελεσμένο γεγονός. Οι αποφάσεις για το μέλλον, από την άλλη πλευρά, ακόμη και αν περιλαμβάνουν την απόκτηση παιδιού, και μάλιστα κατά την επιθυμητή χρονική στιγμή, δεν είναι δεσμευτικές, αλλά, αντίθετα αναστρέψιμες και μπορούν να υπόκεινται σε πολλές αλλαγές, ανάλογα με τις συνθήκες. Αυτή η δυνατότητα ανατροπής των αποφάσεων γεννά την αναβολή, η οποία μπορεί να είναι και πολυετής, αν οι κοινωνικές συνθήκες την ευνοούν.
Από κοινωνιολογικής άποψης τα αίτια μπορούν να εντοπιστούν στις ιδεολογικές τάσεις της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης (Lesthaeghe, 2001), καθώς και στο πολιτισμικό και κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο κάθε χώρας. Παρακάτω απαριθμούνται μερικά από τα πιθανά αίτια της αναβολής των γεννήσεων:
Η πολυετής εκπαίδευση σε ολοένα υψηλότερα επίπεδα.
Η ανεπαρκής υποστήριξη από το κράτος πρόνοιας σε νέες μητέρες
Η ανεργία
Η προσήλωση στη δημιουργία επαγγελματικής σταδιοδρομίας
Η χειραφέτηση της γυναίκας
Η δυναμική ένταξη της γυναίκας στον εργασιακό τομέα
Ο αυξανόμενος εργασιακός ανταγωνισμός
Τα μη ελαστικά εργασιακά ωράρια
Η επιδίωξη για ολοένα μεγαλύτερη ποιότητα ζωής και απόκτηση ελεύθερου χρόνου
Η ανάγκη για προσωπική ανάπτυξη, ικανοποίηση ατομικών αναγκών, αυτοπραγμάτωση και αυτονομία
Ο καταναλωτισμός, ο οποίος απαιτεί και τους αντίστοιχους οικονομικούς πόρους και οδηγεί πολλές φορές σε περισσότερες ώρες εργασίας
Ο αυξανόμενος αριθμός διαζυγίων
Η συμβίωση που συχνά δε συνοδεύεται από την απόκτηση παιδιών
Η ευρεία χρήση μεθόδων αντισύλληψης
Ο βαθμός της επίδρασης των παραπάνω αιτίων μπορεί να διαφοροποιείται ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, από χώρα σε χώρα ή ακόμα και ανάμεσα σε περιοχές (π.χ. αγροτικές, ημιαστικές, αστικές) του ίδιου κράτους.

4. Ο ρόλος της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας
Στην προσπάθεια να διερευνηθούν τα αίτια της αναβολής των γεννήσεων, πολλοί μελετητές στο εξωτερικό εστιάζουν τις έρευνές τους στην εκπαίδευση (Happel, Hill and Low, 1984; Kravdal, 1994; Gustafsson, 2002; Hoem, 1986; Billari and Philipov, 2004), αφού σε αυτήν δαπανούν οι νέοι ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους και αποτελεί στάδιο που προηγείται της δημιουργίας οικογένειας. Kαθώς η επαγγελματική σταδιοδρομία συχνά συνδέεται άρρηκτα με την απόκτηση εκπαίδευσης και ολοένα και περισσότερο θεωρείται κίνητρο και επακόλουθό της, εύλογα οι μελετητές εξετάζουν και τη δική της επίδραση στην ένταση του φαινομένου της αναβολής των γεννήσεων (Dolado et al., 2000).
Η πορεία της ζωής των ανθρώπων έχει αλλάξει σημαντικά, συγκρινόμενη με αυτήν μερικές δεκαετίες πριν. Μετά την ολοκλήρωση του σχολείου, στην οποία λίγοι κατόρθωναν να φτάσουν λόγω οικονομικών κυρίως λόγων ή έλλειψης υποστήριξης από το περιβάλλον, ο αντρικός πληθυσμός στο παρελθόν εντασσόταν όσο το δυνατό γρηγορότερα στο εργατικό δυναμικό της χώρας, ενώ ο γυναικείος προχωρούσε στη δημιουργία οικογένειας. Οι μεταλυκιακές σπουδές, ωστόσο, στις μέρες μας θεωρούνται σχεδόν δεδομένες και στόχος της πλειοψηφίας των μαθητών είναι η εισαγωγή τους σε κάποιο Πανεπιστημιακό Ίδρυμα. Οι οικονομίες της Μεταβιομηχανικής εποχής και η έντονη ανταγωνιστικότητα που τις διακρίνει, απαιτούν υψηλά μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό και δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εφησυχασμό. Η υψηλή εκπαίδευση τείνει να γίνει μονόδρομος για την εξασφάλιση σταθερής και σχετικά καλά αμειβόμενης εργασίας. Αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη περίπου οι μισοί νέοι ηλικίας 20-24 ετών είναι εγγεγραμμένοι σε κάποιο ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Στη Γαλλία, τη Δανία και τη Φινλανδία, οι νέοι αυτής της ηλικιακής κατηγορίας που σπουδάζουν ξεπερνάνε το 50% (Sobotka, 2004).
Στη Νότια Ευρώπη σημειώνονται υψηλά ποσοστά ανεργίας, ιδιαίτερα ανάμεσα στο γυναικείο πληθυσμό, φαινόμενο που δεν είναι το ίδιο συχνό στις χώρες του Βορρά. Αυτή η χρόνια υψηλή ανεργία έχει στρέψει εφήβους και νέους στην απόκτηση ολοένα περισσότερων προσόντων, κυρίως μέσω της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Ως αποτέλεσμα, οι νέοι με υψηλότερη μόρφωση παραμερίζουν τους λιγότερο μορφωμένους από θέσεις που παραδοσιακά τους ανήκαν, τουλάχιστον μέχρι να βρουν θέση εργασίας αντάξια των σπουδών τους. Στην Ελλάδα τα μεγάλα ποσοστά των νέων που σπουδάζουν εκθέτουν τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα και επιτρέπουν τη διεξαγωγή συμπερασμάτων, σχετικά με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Κατά μέσο όρο περίπου 350.000 νέοι εισάγονται κάθε χρόνο στην Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση, από τους οποίους η πλειοψηφία είναι γυναίκες (πίνακας 9, διάγραμμα 1). Ο αριθμός αυτός είναι κατά πολύ μεγαλύτερος, αν προστεθούν οι φοιτητές των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων.

Πίνακας 9: Αριθμός Προπτυχιακών, Μεταπτυχιακών και Διδακτορικών Φοιτητών Α.Ε.Ι.


Υπουργείο Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων,

Αξιοσημείωτο είναι και το ενδιαφέρον για την παρακολούθηση Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων. Ενώ κατά το ακαδημαϊκό έτος 2003-2004 ο αριθμός των φοιτητών που εισήχθησαν σε Μεταπτυχιακά Προγράμματα ήταν 21.655, μέσα σε τρία μόλις χρόνια ανήλθε σε 34.192, με πρωταγωνιστή και πάλι το γυναικείο φύλο (πίνακας 1, διάγραμμα 2).
Αρκετά μεγάλος είναι και ο αριθμός των Διδακτορικών φοιτητών, οι οποίοι ξεπερνάνε τους 20.000 κάθε χρόνο. Ωστόσο, όπως φαίνεται στον πίνακα 9 και στο διάγραμμα 3, οι άντρες φοιτητές Διδάκτορες είναι περισσότεροι από τις γυναίκες.
Για ένα σημαντικό, λοιπόν, ποσοστό νέων η εκπαίδευση μετά την αποφοίτηση από το σχολείο μπορεί να συνεχίζεται για δέκα περίπου χρόνια. Ο αριθμός αυτός είναι μεγαλύτερος, αν καθυστερήσει η εισαγωγή στο επιθυμητό Πανεπιστημιακό Ίδρυμα ή Μεταπτυχιακό/Διδακτορικό πρόγραμμα ή παραταθεί η επιτυχής ολοκλήρωση των σπουδών. Αποτελέσματα έρευνας των Brunello και Winter-Ebmer (2003) σε Πανεπιστημιακούς φοιτητές Ευρωπαϊκών χωρών έδειξαν ότι στη Σουηδία και την Ισπανία πάνω από το 30% των φοιτητών που ερωτήθηκαν υπολόγιζαν να πάρουν το πτυχίο τους με τουλάχιστον ένα χρόνο καθυστέρηση. Το ποσοστό ήταν μικρότερο στη Γαλλία (17%) και τη Γερμανία (10%), και κατά πολύ χαμηλότερο (κάτω από 5%) στην Ιρλανδία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελβετία και την Πορτογαλία.
Οι Goldscheider και Waite (1986) επισημαίνουν ότι ο αντίκτυπος των σπουδών είναι μεγαλύτερος στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άντρες, καθώς η πιο γόνιμη, από βιολογικής άποψης, περίοδός τους μένει ανεκμετάλλευτη. Σύμφωνα με πολλούς μελετητές (Happel, Hill and Low, 1984; Kravdal, 1994; Gustafsson, 2001), όσο πιο υψηλό είναι το επίπεδο της μόρφωσης, τόσο παραμερίζεται η ιδέα του γάμου και αναβάλλεται το πέρασμα στη μητρότητα. Σε έρευνες που διεξήχθησαν στη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Σουηδία (Gustafsson et al. 2002) βρέθηκε ότι οι γυναίκες με υψηλότερη μόρφωση έγιναν μητέρες σε μεγαλύτερη ηλικία και ότι ήταν πρωτοπόρες στην Ευρώπη ως προς την αναβολή της μητρότητας. Όπως έχει προαναφερθεί, η αναβολή αυτή συχνά έχει αντίκτυπο και στο συνολικό αριθμό παιδιών που τελικά αποκτώνται ή οδηγεί και στη μη τεκνοποίηση. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία που αφορούν τα ποσοστά γεννήσεων στην Αυστραλία, σε γυναίκες με χαμηλή εκπαίδευση αντιστοιχούν κατά μέσο όρο 2.3 παιδιά, σε γυναίκες με πτυχίο Πανεπιστημίου 1.8 παιδιά, ενώ σε εκείνες με Μεταπτυχιακές σπουδές το ποσοστό πέφτει σε 1.3 παιδιά. Όσον αφορά στη μη τεκνοποίηση, το 11% του γυναικείου πληθυσμού που δεν τεκνοποίησε είχε λάβει χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης, το 22% είχε Πανεπιστημιακό πτυχίο, ενώ το 34% είχε αποκτήσει Μεταπτυχιακή Εκπαίδευση (Australian Census, 1996). Η συνειδητοποίηση του προβλήματος οδήγησε στη λήψη μέτρων από την πολιτεία, τα οποία περιελάμβαναν την οικονομική ενίσχυση των φοιτητριών νέων μητέρων.
Κατά τον Hoem (1986), ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο η εκπαίδευση έχει αντίκτυπο στη γονιμότητα και τη γεννητικότητα δε σχετίζεται απαραίτητα με το επίπεδο της εκπαίδευσης. Υποστηρίζει ότι η διάρκεια των σπουδών είναι αυτή που επιδρά περισσότερο, υπονοώντας ότι μια γυναίκα, κάτοχος, για παράδειγμα, διδακτορικού τίτλου, ίσως προχωρήσει νωρίτερα στη δημιουργία οικογένειας και στη μητρότητα συγκριτικά με κάποια άλλη που απλά καθυστερεί να αποκτήσει το πρώτο της Πανεπιστημιακό πτυχίο ή Μεταπτυχιακό Δίπλωμα. Αποτελέσματα ερευνών σε Ευρωπαϊκές χώρες (Billari and Philipov, 2004) έδειξαν ότι οι σπουδές που δεν έχουν ολοκληρωθεί, αλλά είναι σε εξέλιξη, ασκούν μεγαλύτερη επίδραση στην αναβολή της μετάβασης στη μητρότητα, σε σχέση με το καθαυτό επίπεδο της εκπαίδευσης.
Στις σημερινές Δυτικές κοινωνίες η «ασυμβατότητα» μεταξύ εκπαίδευσης και μητρότητας αποτελεί συχνά θέμα μελέτης και πολλοί ερευνητές έχουν ασχοληθεί με αυτή (Rindfuss, Morgan and Swicegood, 1988; Kravdal, 1994; Blossfeld, 1995; Hoem, 2000; Baizan, Aassve and Billari, 2003). Οι Blossfeld και Huinink (1991) επισημαίνουν ότι κατά τη διάρκεια των σπουδών του το άτομο εξαρτάται οικονομικά κατά κύριο λόγο ή αποκλειστικά από τους γονείς του. Ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας δε συγκαταλέγονται στα άμεσα σχέδια, αφού βασικός στόχος θεωρείται η ολοκλήρωση των σπουδών και η απόκτηση των εφοδίων που θα βοηθήσουν το άτομο να ικανοποιήσει τις επαγγελματικές του φιλοδοξίες. Η επικρατούσα τάση, η μητρότητα να έπεται των σπουδών, βασίζεται, εκτός από τους οικονομικούς λόγους, στην υπόθεση ότι η πρώτη θα έχει μεγάλο κόστος στην περαιτέρω εκπαίδευση. Η συντριπτική πλειοψηφία γυναικών που γίνονται μητέρες σε νεαρή ηλικία εγκαταλείπουν τις σπουδές τους πριν ολοκληρωθούν ή μειώνουν τις εκπαιδευτικές τους προσδοκίες (Kierman, 1997). Ένας μεγάλος αριθμός ερευνών που διεξήχθησαν κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες (Klepinger et al., 1999; Hofferth et al., 2001), στη Μεγάλη Βρετανία (Hobcraft and Kierman, 1999) και στη Δυτική Ευρώπη (Berthoud and Robson, 2001) σε έφηβες και νεαρές γυναίκες συγκλίνει στο παραπάνω συμπέρασμα. Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα των ερευνών των Berthoud και Robson (2001) σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης έδειξαν ότι οι γυναίκες που έγιναν μητέρες πριν τα 21 τους χρόνια είχαν χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης σε σχέση με εκείνες που βίωσαν τη μητρότητα αργότερα.
Λόγω των σπουδών και, επομένως, της αργοπορημένης ένταξης στην αγορά εργασίας, καθυστερεί και το πέρασμα στην ενηλικίωση. Όπως παρατηρούν πολλοί ερευνητές (Kohler et al. 2002; Billari, 2004; Billari, Philipov and Baizan, 2001), το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Έλληνες νέους, οι οποίοι δεν εγκαταλείπουν την πατρική εστία, παρά μόνο όταν αποκατασταθούν πλήρως επαγγελματικά και αποκτήσουν ένα αξιόπιστο, σταθερό εισόδημα. Σχετική έρευνα στην Ιταλία και την Ισπανία έδειξε ότι η είσοδος στην αγορά εργασίας επιταχύνει την απομάκρυνση από την πατρική εστία και τη δημιουργία οικογένειας (Billari et al. 2005)
Γενικά, η εκπαίδευση βοηθάει, αργά ή γρήγορα, στην επαγγελματική και οικονομική αποκατάσταση των ατόμων. Ειδικότερα οι γυναίκες με υψηλή μόρφωση τυγχάνουν τώρα περισσότερων επαγγελματικών ευκαιριών σε σχέση με το παρελθόν και, επομένως, συχνά αναβάλλουν να προχωρήσουν στη σύναψη γάμου, καθώς δεν επιζητούν πλέον τα οικονομικά οφέλη που αυτός άλλοτε ισοδυναμούσε. Επιπλέον, ο αρνητικός αντίκτυπος από το μεγάλωμα και τη φροντίδα των παιδιών στην εξέλιξη της καριέρας και στην αποκόμιση εσόδων αντίστοιχων των προσόντων τους, τις οδηγεί στην περαιτέρω αναβολή της μητρότητας, με αντάλλαγμα την μη αξιοποίηση της βιολογικά πιο γόνιμης περιόδου τους. Οι Cigνo και Ermisch (1989) επισημαίνουν επί του θέματος ότι όσο περισσότερα είναι τα οφέλη που αποκομίζονται από την απόκτηση υψηλής εκπαίδευσης, είτε αυτά είναι επαγγελματικά και οικονομικά είτε κοινωνικά και γοήτρου, τόσο οι γυναίκες έχουν την τάση να αναβάλλουν τη μετάβαση στη μητρότητα. Το παρακάτω σχεδιάγραμμα περιγράφει την πορεία της ζωής πολλών γυναικών που έχουν εμπλακεί στην εκπαιδευτική διαδικασία και στη δημιουργία καριέρας, και τις αλλεπάλληλες αναβολές τις οποίες επιλέγουν ή στις οποίες αναγκάζονται να καταφύγουν. Βέβαια, η εκπαίδευση δε συνεπάγεται πάντοτε υψηλές επαγγελματικές φιλοδοξίες. Ωστόσο, ως επί το πλείστον, η εκπαίδευση σε ολοένα ανώτερα επίπεδα, φανερώνει πιο φιλόδοξες βλέψεις από μια απλή επαγγελματική αποκατάσταση.
Το ενδιαφέρον των μελετητών της αναβολής των γεννήσεων και της υπογεννητικότητας πρέπει να εστιάζεται στις επιλογές και του αντρικού και του γυναικείου πληθυσμού. Ωστόσο, οι στάσεις των γυναικών χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, αφού είναι αυτές που συχνά στη σημερινή εποχή καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στην «έγκαιρη» δημιουργία οικογένειας ή στην απόκτηση ανώτερης εκπαίδευσης και την οικοδόμηση καριέρας.
Οι Surkyn και Lesthaeghe (2004) τονίζουν ότι είναι απαραίτητο για το σύγχρονο μελετητή να εντοπίσει τα «ίχνη» των προσωπικών προτιμήσεων και στάσεων στην πραγματική γεννητικότητα. Στο ίδιο μήκος κύματος, η Hakim (2000) με τη «θεωρία των προτιμήσεων» μελετά την ετερογένεια των στάσεων απέναντι σε διαφορετικούς τρόπους ζωής και εντοπίζει τρεις τύπους γυναικών: α) τις προσανατολισμένες στη δημιουργία οικογένειας (family-oriented), β) τις προσανατολισμένες στην καριέρα (career-oriented) και γ) εκείνες που, ανάλογα με τις περιστάσεις, προσανατολίζονται είτε στην οικογένεια είτε στην καριέρα ή προσπαθούν να συνδυάσουν, όσο είναι δυνατό, και τα δύο (adaptive). Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκει η πλειοψηφία των γυναικών, αν και τα ποσοστά ποικίλουν από χώρα σε χώρα. Όπως παρατηρεί η Hakim, μετά την απόκτηση παιδιών ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών αυτής της κατηγορίας είναι πιθανό να προτιμήσει κάποια εργασία μερικής απασχόλησης. Αξιοσημείωτη, πάντως, είναι -και αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από κοινωνιολογικής άποψης, αφού αντικατοπτρίζει την εξάπλωση των ιδεολογικών ρευμάτων της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης- η σταδιακή αύξηση των γυναικών που προσανατολίζονται στην καριέρα.
Η Hakim δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και οι τρεις τύποι γυναικών να προχωρούν σε σπουδές. Στην άποψη αυτή συγκλίνουν και οι Vitali et al. (2009), οι οποίοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες που είναι προσανατολισμένες στην καριέρα, έχοντας την απόκτηση προσόντων ως ισχυρό κίνητρο, συνήθως φτάνουν σε υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ερευνών τους σε Ευρωπαϊκές χώρες, οι προσανατολισμένες στην καριέρα γυναίκες είχαν αφιερώσει περισσότερα χρόνια στην εκπαίδευσή τους σε σύγκριση με τους δύο άλλους τύπους γυναικών.
Έχει, ωστόσο, αποδειχθεί ότι ακόμη και οι γυναίκες με υψηλή εκπαίδευση και προσανατολισμό στην καριέρα δεν έχουν αρνητικές στάσεις απέναντι στην απόκτηση παιδιών. Σε έρευνα στην Αυστραλία το 89% των γυναικών που ρωτήθηκαν, απάντησαν ότι θα ήθελαν να αποκτήσουν παιδιά μέχρι την ηλικία των 35 (Australian Census, 1996).
Σε άλλη έρευνα (Cannold, 2000), που αφορούσε και πάλι τον πληθυσμό της Αυστραλίας, ο μέσος όρος του αριθμού παιδιών που επιθυμούσαν να αποκτήσουν γυναίκες με Πανεπιστημιακές σπουδές ήταν 2.55, ενώ ο αντίστοιχος για γυναίκες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ήταν χαμηλότερος (2.40). Εντούτοις, η προθυμία των υψηλότερα μορφωμένων γυναικών να αποκτήσουν κατά μέσο όρο πάνω από δύο παιδιά, δεν προκαταβάλλει και την πραγματική τους μελλοντική συμπεριφορά, αφού είναι αυτές κυρίως που αναβάλλουν πιο συχνά λόγω άλλων προτεραιοτήτων.
Η «θεωρία των προτιμήσεων» βρήκε μεταξύ των μελετητών πολλούς οπαδούς, αλλά και επικριτές. Σύμφωνα με τους τελευταίους, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και οι πολιτικές των κρατών τελικά καθορίζουν τις αποφάσεις, τις επιλογές και την πορεία της ζωής των ατόμων, και όχι τόσο οι προσωπικές προτιμήσεις.
Πραγματικά, είναι πολλοί οι μελετητές που έχουν συνδέσει τις επιλογές των ατόμων σχετικά με την οικογένεια, την εκπαίδευση και την καριέρα με τα θεσμικά πλαίσια και τις πολιτικές που προωθούνται από τις κυβερνήσεις των κρατών, ιδιαίτερα όταν οι πρακτικές αυτές σχετίζονται και με τη διαμόρφωση και την καθιέρωση διαφυλικών προτύπων. Ο Esping-Andersen (1990, 1999) διακρίνει τρία μοντέλα κράτους πρόνοιας: α) το φιλελεύθερο (liberal) της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, β) το σοσιαλδημοκρατικό (social-democratic) των Σκανδιναβικών χωρών, γ) το συντηρητικό (conservative) της Κεντρικής Ευρώπης, με εξαίρεση τη Γαλλία και το Βέλγιο. Στην παραπάνω κατηγοριοποίηση έχει προστεθεί ένα τέταρτο μοντέλο, που είναι το κράτος πρόνοιας της Νότιας Ευρώπης (Southern Europe or “familialistic” welfare regime) και συναντάται στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Ιταλία, ενώ δε συμπεριλαμβάνεται η Πορτογαλία.1
Το φιλελεύθερο μοντέλο χαρακτηρίζεται από χαμηλό επίπεδο κρατικών παροχών σε φοιτήτριες παντρεμένες ή άγαμες μητέρες και περιορίζονται μόνο σε περιπτώσεις απόλυτης φτώχειας και ανέχειας. Καθώς οι επιλογές για εργασία μερικής απασχόλησης είναι περιορισμένες και η οικονομική κρατική ενίσχυση ελλιπής, οι γυναίκες συχνά εγκαταλείπουν σπουδές ή εργασία προκειμένου να προχωρήσουν στη δημιουργία οικογένειας και να ασχοληθούν με την ανατροφή των παιδιών τους. Υπάρχει διαχωρισμός αντρικών και γυναικείων επαγγελμάτων σε αρκετά μεγάλο βαθμό (Dally, 2000).
Αντίθετα, στο σοσιαλδημοκρατικό κράτος πρόνοιας οι πολιτικές του κράτους προωθούν την ισότητα των δύο φύλων και παρέχονται ίσες ευκαιρίες εργασίας σε όλους τους πολίτες. Η νέα γυναίκα ενισχύεται, μέσω γενναιόδωρων κρατικών παροχών, ώστε να είναι σε θέση να επιδιώξει την πραγματοποίηση των προσωπικών της φιλοδοξιών, εκπαιδευτικών ή επαγγελματικών, σε συνδυασμό με την απόκτηση και την ανατροφή των παιδιών της. Η δυνατότητα εύρεσης εργασίας μερικής απασχόλησης και, μάλιστα, καλά αμειβόμενης, θεωρείται το μεγάλο προσόν του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου κρατικής πρόνοιας.
Οι πολιτικές του συντηρητικού κράτους πρόνοιας είναι πολύ λιγότερο υποστηρικτικές. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην αναπαραγωγή παραδοσιακών οικογενειακών προτύπων και οι ρόλοι των δύο φύλων είναι διακριτοί, τόσο στον επαγγελματικό τομέα, όσο και στην οικογένεια. Ο γυναικείος πληθυσμός δύσκολα συνδυάζει τη δημιουργία οικογένειας με τις σπουδές ή με την καριέρα και συχνά καλείται να επιλέξει σε τι θα αφιερωθεί Η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι σαφώς μικρότερη από τις Σκανδιναβικές χώρες, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι οι ευκαιρίες για εργασία μερικής απασχόλησης είναι περιορισμένες. Η Γαλλία και το Βέλγιο δε συμπεριλαμβάνονται στο συντηρητικό μοντέλο της Κεντρικής Ευρώπης, αφού οι κρατικές πρακτικές συνάδουν περισσότερο με το μοντέλο των Σκανδιναβικών χωρών.
Το κράτος πρόνοιας της Νότιας Ευρώπης έχει αρκετές ομοιότητες με το συντηρητικό της Κεντρικής Ευρώπης, καθώς οι πολιτειακές πρακτικές είναι μέτρια έως ελάχιστα υποστηρικτικές. Η έλλειψη ικανοποιητικών κρατικών μέτρων, που να βοηθούν τους νέους ανθρώπους να συνδυάζουν την εκπαίδευσή τους ή την επαγγελματική τους αποκατάσταση με τη δημιουργία οικογένειας, έχει ως αποτέλεσμα η προσωπική ανάπτυξη και η εκπλήρωση των επαγγελματικών φιλοδοξιών να λειτουργούν εις βάρος της δημιουργίας οικογένειας και αντίστροφα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η υποστήριξη και η οικονομική ενίσχυση που θα έπρεπε να παρέχεται από το κράτος πρόνοιας, εξασφαλίζεται από την οικογένεια του νέου ατόμου. Η ανεπάρκεια του Νοτιοευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας έχει οδηγήσει στο παράδοξο φαινόμενο οι πιο πιστές στο θεσμό της οικογένειας χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, να αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα υπογεννητικότητας και να παρατηρείται σημαντική αναβολή των γεννήσεων. Πολλοί ερευνητές αποδίδουν το παράδοξο αυτό φαινόμενο και στο γεγονός ότι μεγάλη έμφαση στις χώρες αυτές δίνεται στην εξασφάλιση της ποιότητας στη ζωή των μελών της οικογένειας και ιδιαίτερα των παιδιών και στην παροχή όσο το δυνατό περισσότερων εφοδίων, είτε υλικών, είτε μορφωτικών.
5. Ο ρόλος του Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συστήματος στη διαμόρφωση διαφυλικών προτύπων και στάσεων απέναντι στη δημιουργία οικογένειας και επαγγελματικής σταδιοδρομίας
Το σχολείο, μετά την οικογένεια, αποτελεί τον κύριο φορέα κοινωνικοποίησης για παιδιά και εφήβους. Ο ρόλος του δεν περιορίζεται στη στείρα μεταλαμπάδευση γνώσεων και πληροφοριών, αλλά επεκτείνεται και στην αναπαραγωγή κοινωνικών ρόλων και διαφυλικών προτύπων και στη διαμόρφωση στάσεων απέναντι σε θεσμούς και φαινόμενα (Δεληγιάννη, 1987). Ο κοινωνικοποιητικός αυτός ρόλος επιτελείται με πολλούς τρόπους: α) μέσα από την εφαρμογή του νομοθετικού/θεσμικού πλαισίου που αφορά το εκπαιδευτικό σύστημα, β) μέσω τον υπαγορεύσεων και των κατευθύνσεων που δίνονται από τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών, γ) με την καθημερινή εκπαιδευτική διαδικασία και τη συναναστροφή με δασκάλους και καθηγητές, οι οποίοι αποτελούν σημαντικά πρότυπα για τους μαθητές και είναι οι δημιουργοί των λεγόμενων «κρυφών αναλυτικών προγραμμάτων», δ) με τα πρόδηλα ή λανθάνοντα μηνύματα που μεταδίδουν τα σχολικά εγχειρίδια, μέσω κειμένων, εικόνων και δραστηριοτήτων.
Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, τα παιδιά υιοθετούν το ρόλο που τους αποδίδεται από το σχολείο, την οικογένεια και τον κοινωνικό περίγυρο και μαθαίνουν να ανταποκρίνονται σε αυτόν μέσω της παρατήρησης και της μίμησης.
Οι γνωστικές θεωρίες, αντίθετα, δίνουν έμφαση στη δημιουργία αξιών και στάσεων από το ίδιο το άτομο, που δε μένουν, βέβαια, ανεπηρέαστες από εξωτερικούς παράγοντες και στερεότυπα, ιδιαίτερα κατά τις μικρές ηλικίες, στις οποίες η κριτική ικανότητα δεν έχει επαρκώς αναπτυχθεί.
Μέχρι τη δεκαετία του ’70 υπήρχαν στην Ελλάδα σχολεία «αρρένων» και «θηλέων». Η συμμετοχή των κοριτσιών στην εκπαίδευση ήταν κατά πολύ μικρότερη από την αντίστοιχη των αγοριών και τις περισσότερες φορές περιοριζόταν στις τάξεις του Δημοτικού. Εκτός από την αναπαραγωγή στερεοτυπικών διαφυλικών προτύπων, το σχολείο έδινε έμφαση και στη μετάδοση αξιών που αφορούσαν στο εθνικό και θρησκευτικό φρόνημα, καθώς και στο θεσμό της οικογένειας και στους διακριτούς ρόλους μέσα σε αυτή. Στα κείμενα και στις εικόνες των σχολικών εγχειριδίων οι ρόλοι ήταν ξεκάθαροι: Ο πατέρας παρουσιαζόταν ως ο αρχηγός και ο προστάτης της οικογένειας, που φρόντιζε για την εξασφάλιση αγαθών και οικονομικών πόρων, ενώ η μητέρα εμφανιζόταν να ασχολείται με την ανατροφή των παιδιών και τη φροντίδα του νοικοκυριού. Οι ανδρικοί χαρακτήρες προβάλλονταν προστατευτικοί, δημιουργικοί, έξυπνοι, επινοητικοί, δραστήριοι, ανεξάρτητοι και ανήσυχοι, ενώ οι γυναικείοι στοργικοί, ήρεμοι, χωρίς επαγγελματικά ενδιαφέροντα και πρωτοβουλίες και απόλυτα εξαρτημένοι (Μαραγκουδάκη, 2005). Ο θεσμός της οικογένειας ήταν από τα κυρίαρχα θέματα στα σχολικά εγχειρίδια, γεγονός που προσανατόλιζε τους νέους –και ιδιαίτερα τα κορίτσια- στην έγκαιρη αποκατάστασή τους. Συχνά οι εκπαιδευτικοί ανέθεταν διαφορετικές δραστηριότητες σε αγόρια και κορίτσια, συμβατές στο ρόλο του κάθε φύλου. Η αντιμετώπιση των μαθητών στην τάξη, διαμορφωνόταν ανάλογα με το φύλο τους: τα αγόρια αναμενόταν να είναι πιο ζωηρά και ανήσυχα, ενώ τα κορίτσια επιβαλλόταν να συμμορφώνονται και να υπακούν.
Με τη Μεταπολίτευση, ωστόσο, και στα πλαίσια της προετοιμασίας για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα έπρεπε να προχωρήσει σε ριζικές μεταρρυθμίσεις. Μια από αυτές ήταν η εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας του 1975, που μιλούσε για ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στον εργασιακό τομέα. Η ισότητα των δύο φύλων, που ήδη είχε γίνει κατάκτηση πολλών Ευρωπαϊκών χωρών, έπρεπε να διασφαλισθεί και στην Ελλάδα.
Στα πλαίσια αυτά, κατά τη δεκαετία του ’80 έγιναν προσπάθειες να εκσυγχρονιστούν τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών και πολλά από τα σχολικά εγχειρίδια αντικαταστάθηκαν, ώστε να εκλείψει η μετάδοση στερεοτύπων, παγιωμένων, δηλαδή, απόψεων για μια ομάδα πληθυσμού. Ωστόσο, χρειαζόταν χρόνος για να αλλάξει και η νοοτροπία των εκπαιδευτικών, οι οποίοι δεν ήταν δυνατό να απαλλαχτούν από τις προκαταλήψεις τους από τη μια μέρα στην άλλη.
Σήμερα, το Εκπαιδευτικό Σύστημα έχει σαφώς εκσυγχρονιστεί. Στις γενικές αρχές του ‘Διαθεματικού Ενιαίου Πλαισίου Προγραμμάτων Σπουδών’ αναφέρεται ότι «Σύμφωνα με το Νόμο 1566/85 (άρθρο 1, παρ. 1), σκοπός της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης είναι να συμβάλλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν αρμονικά». Ο σεβασμός στο άλλο φύλο αναφέρεται στις θεματικές ενότητες και στους σκοπούς των αναλυτικών προγραμμάτων, ενώ και ο θεσμός της οικογένειας αποτελεί θεματικό αντικείμενο, τόσο σε αυτά, όσο και στα σχολικά εγχειρίδια. Βέβαια, δεν προβάλλεται πια με την παλιά του διάσταση, όπου οι ρόλοι, από άποψης φύλου, ήταν διακριτοί και απόλυτοι, ούτε στην ίδια συχνότητα. Η οικογένεια τώρα παρουσιάζεται ως ένας μικρόκοσμος, στον οποίο όλα τα μέλη της είναι ισότιμα και έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Από πλευράς μαθημάτων, η ‘Ευέλικτη Ζώνη’ στο Δημοτικό με τις καινοτόμες δράσεις της αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, να εισάγει στα παιδιά την έννοια της ισότητας των φύλων.
Τα σχολικά εγχειρίδια - βασικά κοινωνικοποιητικά εργαλεία - είναι απαλλαγμένα από τα στερεότυπα του παρελθόντος. Ωστόσο, κάποιες έμφυλες ασυμμετρίες είναι ακόμη υπαρκτές. Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρείται γλωσσικός σεξισμός, δηλαδή χρήση της γλώσσας με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνεται διάκριση ανάμεσα στα δύο φύλα.
Σύμφωνα με το θεσμικό/νομοθετικό πλαίσιο που αφορά την εκπαίδευση, το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα παρέχει ίσες ευκαιρίες σε αγόρια και κορίτσια και τα προετοιμάζει για να ενταχθούν στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας. Εντούτοις, αυτές οι ίσες ευκαιρίες συχνά τείνουν να είναι μέρος μιας ψευδαίσθησης ισότητας, λόγω στερεοτυπικών αντιλήψεων, που διαχωρίζουν τα επαγγέλματα σε «αντρικά» και «γυναικεία» (Χρονάκη, 2007, Κανταρτζή, 1992, ). Αυτές οι στερεοτυπικές αντιλήψεις συναντώνται συχνά στο «κρυφό» αναλυτικό πρόγραμμα και συνήθως ανήκουν σε εκπαιδευτικούς που θέλουν τα αγόρια να είναι καλύτερα στις θετικές επιστήμες και τα κορίτσια στις θεωρητικές (Σταυρίδου, κ.α., 1999, Δεληγιάννη και Ζιώγου, 1998). Αναμφισβήτητα, προωθείται η ένταξη των γυναικών στον εργασιακό τομέα και η δημιουργία, από την πλευρά τους, επαγγελματκής σταδιοδρομίας, μόνο που αυτή κατευθύνεται από τους εκπαιδευτικούς σε πιο γυναικεία επαγγέλματα. Έτσι, συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να ακυρώνουν με τον τρόπο τους τα μεγάλα βήματα που έχουν γίνει ως προς την ισότητα των δύο φίλων, τόσο στις αρχές των αναλυτικών προγραμμάτων, όσο και στο περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων.
Ανεξάρτητα, πάντως, από το κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα και τις αδυναμίες του, όλες οι άλλες δράσεις συγκλίνουν στην ανάδειξη του νέου, ενεργού ρόλου της γυναίκας στην κοινωνία, η οποία προβάλλεται ικανή να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, να επεκτείνει τις δράσεις της εκτός σπιτιού και να κερδίσει αξιόλογη θέση στον εργασιακό τομέα. Στα πλαίσια αυτά κινούνται και τα διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα, που πραγματοποιούνται ανά διαστήματα στα πλαίσια της προώθησης της ισότητας των δύο φίλων. Το Κέντρο Έρευνας για Θέματα Ισότητας (Κ.Ε.Θ.Ι) και το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα "Εκπαίδευση και Αρχική Επαγγελματική Κατάρτιση" (Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ.), που υπάγεται στο Υπουργείο Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, επέδειξαν αξιόλογη δράση στο χώρο του σχολείου, μυώντας τους μαθητές σε θέματα ισότητας και επαγγελματικών επιλογών και υποδεικνύοντας στους εκπαιδευτικούς τρόπους, ώστε να αποφεύγουν στερεοτυπικές συμπεριφορές.
1 Αρκετοί μελετητές, έχοντας ως βάση την ταξινόμηση του Esping-Andersen, προσθέτουν ή αφαιρούν χώρες σε κάθε κατηγορία, ανάλογα με το αντικείμενο της μελέτης τους και τα κριτήρια της ανάλυσής τους.



Η Επίδραση της αστικοποίησης- βιομηχανοποίησης στη διαμόρφωση των οικογενειακών προτύπων στην ελληνική κοινωνία,

Εισαγωγή,

Η αστικοποίηση στην Ελλάδα και συγκεκριμένα «η μετατόπιση των πληθυσμιακών μαζών από τις αγροτικές και τις ημιαστικές περιοχές προς τις αστικές περιοχές (Παπαδάκης & Τσίμπος 2004: 357) αποτέλεσε έναν καταλυτικό παράγοντα στη διαμόρφωση της δομής, των λειτουργιών και της μορφής της οικογένειας. Αυτή η έντονη εσωτερική μετακίνηση του πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές προς τα μεγάλα κέντρα καπιταλιστικής ανάπτυξης εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα και εντάθηκε κυρίως τη δεκαετία του 1970.
Οι δημογραφικές και πληθυσμιακές μεταβολές δημιούργησαν μεταβολές τόσο στον οικονομικό όσο και στον κοινωνικό τομέα. Η ποιοτική άνοδος της κοινωνίας συνδέεται άλλωστε με την αύξηση του πληθυσμού. Οι αξίες, τα πρότυπα και η κοινωνική ζωή στο σύνολό της έλαβε διαφορετικές μορφές διατηρώντας βέβαια αρκετές ιδιομορφίες από το παρελθόν. Η λεγόμενη δημογραφική κρίση που χαρακτηρίζει την Ελλάδα τη δεκαετία του `80, αφορά κυρίως την εξέλιξη της πορείας του συνόλου των γεννήσεων και των δεικτών γονιμότητας, τη μαζική μετανάστευση και τη δημογραφική γήρανση (Κοτζαμάνης & Ανδρουλάκη 1999). Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και της διεθνοποίησης των πολιτισμικών δεδομένων έγιναν σημαντικές μεταβολές και ανακατατάξεις στη δομή, στις λειτουργίες και στη μορφή της οικογένειας. Οι διάφοροι τύποι οικογένειας που αναπτύχθηκαν μεταβλήθηκαν στη πορεία του χρόνου και αντιστοιχούν σε κάποια δημογραφική συμπεριφορά. Σε μία πρώτη φάση η οικογένεια συνεχίζει να αποτελεί το συλλογικό ρυθμιστή, καθώς υπάρχει ακόμη αρμονία δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, που όμως στη μεταπολεμική περίοδο μετεξελίσσεται όταν ο ιδιωτικός τομέας υπερτερεί του δημοσίου.
Έχουμε λοιπόν μία μεταβατική περίοδο, όπου οι θεσμοί χάνουν τη δύναμη τους όλο και περισσότερο. Ο γάμος παίρνει νέο πρόσωπο, ενώ ο ρόλος της γυναίκας αλλάζει τόσο στο χώρο της οικογένειας όσο και στην αγορά εργασίας. Έχουμε οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις και ανάδυση νέων φαινομένων όπως είναι η ανεργία, το διαζύγιο, οι μονογονεϊκές οικογένειες, μεγαλύτερη διάρκεια στις σπουδές των νέων, καθυστέρηση εισόδου των νέων στην αγορά εργασίας και καθυστέρηση σύναψης γάμου. Παράλληλα, οι εξελίξεις ως προς τα δημογραφικά μεγέθη, όπως είναι η γήρανση του πληθυσμού, η πτώση της γεννητικότητας, η αύξηση των διαζυγίων και των εξώγαμων γεννήσεων επιδρούν και αυτά αποφασιστικά τόσο στη δομή της οικογένειας όσο και στο περιεχόμενο και στη μορφή των οικογενειακών σχέσεων και δημιουργούν νέα σχήματα. Ανάμεσα στους δημογραφικούς παράγοντες που συντέλεσαν στο μετασχηματισμό της οικογένειας είναι η αστικοποίηση, η βιομηχανοποίηση και ο εκσυγχρονισμός, τα οποία ωθούν στην εξασθένιση των οικογενειακών δεσμών και την απομάκρυνση από τους συγγενείς (Caplow 1981).
Καθώς η κοινωνία μεταβαίνει από τη μια μορφή οργάνωσης στην άλλη, η οικογένεια υιοθετεί συνεχώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, που της είναι απαραίτητα για να καλύψει καινούριες ανάγκες. Αυτό συμβαίνει γιατί η οικογένεια αποτελεί ένα υποσύστημα του ευρύτερου συστήματος της κοινωνίας και υπόκεινται στις ίδιες αλλαγές. Κάνοντας μία ανασκόπηση παρατηρούνται οι διαφορετικές μορφές που προκύπτουν ανά περιόδους. Άρα, θα επιχειρήσουμε μία σύντομη ιστορική αναφορά στη δημογραφική κατάσταση και στην οικογενειακή εξέλιξη στη μεταπολεμική Ελλάδα. Ειδικότερα, σκοπός αυτής της μελέτης είναι η παρουσίαση της αστικής συγκέντρωσης και των επιδράσεων που έχει αυτή στους δημογραφικούς παράγοντες και στην οικογένεια. Η προσοχή θα επικεντρωθεί στο τρίπτυχο κοινωνία, οικογένεια και δημογραφικές συμπεριφορές και στις αμφίδρομες σχέσεις που ενυπάρχουν.
Στην πρώτη ενότητα θα παρουσιαστούν οι διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις που αφορούν το φαινόμενο της αστικοποίησης και δευτερευόντως των διάφορων οικογενειακών προτύπων. Η δεύτερη ενότητα θα εστιάσει στην περιγραφή των στατιστικών στοιχείων, και συγκεκριμένα στις τάσεις των δημογραφικών φαινομένων, τα οποία θα αναπτύξουμε στο Σύνολο της Χώρας και κυρίως, σε επίπεδο περιοχών (αστικών, ημιαστικών και αγροτικών), σύμφωνα με τα στοιχεία των Απογραφών Πληθυσμού και της Φυσικής Κίνησης Πληθυσμού της ΕΣΥΕ, καταλήγοντας σε ένα προφίλ της διάστασης του φαινομένου της αστικοποίησης και της οικογένειας στην Ελλάδα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο

1. Θεωρητικές προσεγγίσεις

1.1. Η μετάβαση από την αγροτική στην αστική κοινωνία

Έχουν γίνει πολλές θεωρητικές προσπάθειες ερμηνείας του αστικού φαινομένου μεταξύ των οποίων είναι η νεοκλασική προσέγγιση, η μαρξιστική θεώρηση, η προσέγγιση του Max Weber, καθώς και αυτή του Emile Durkheim. Γενικότερα επικρατεί μία σύνδεση της αστικοποίησης με το βιομηχανικό καπιταλισμό (Giddens 1993: 119).
Αρχικά, πολλές από τις ερμηνείες για την αστικοποίηση αναφέρονται σε αυτή ως σαν να είναι κάτι ευνοϊκό. Σύμφωνα με τη νεοκλασική προσέγγιση η μετακίνηση του πληθυσμού από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές λειτουργεί ως ένας μηχανισμός μεταφοράς εργατικής δύναμης από περιοχές με χαμηλή παραγωγικότητα σε περιοχές με υψηλή παραγωγικότητα. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατός ο μετασχηματισμός μίας αγροτικής οικονομίας σε βιομηχανική. Η υψηλή αυτή παραγωγικότητα των αστικών περιοχών συνδέεται με μεγαλύτερο μισθό συγκριτικά με αυτόν του γεωργικού τομέα (Πετράκος 1994 ) και αυτό γιατί υπάρχει υπερπροσφορά εργασίας στον αγροτικό τομέα, που έχει ως αποτέλεσμα οι μισθοί να κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα και τα άτομα να αναζητούν καλύτερες αμοιβές στα αστικά κέντρα. Ο μηχανισμός της ελεύθερης αγοράς είναι ικανός να ρυθμίσει τη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού, ενώ οι περιφερειακές ανισότητες που δημιουργούνται αποτελούν μία προσωρινή κατάσταση, καθώς η αγορά αναλαμβάνει και εν τέλει αποκαθιστά τις συνθήκες για έναν ευνοϊκό ανταγωνισμό. Γεγονός βέβαια που μετέπειτα απορρίπτει ο Keynes, υποστηρίζοντας πως οι μεταναστευτικές ροές αποτελούν παράγοντα άρσης ανισοτήτων (Χατζημιχάλη 1992). Ο Keynes δεν βλέπει την οικονομία και την κοινωνία ως αυτορρυθμιζόμενο σύστημα και δεν θεωρεί πως μπορεί να υπάρξει τέλειος ανταγωνισμός, ενώ θεωρεί βασική την επαναφορά της ισορροπίας διότι οι ακαμψίες στις αγορές είναι βασική αιτία ανισορροπίας. Αναγκαίες είναι οι πολιτικές παρέμβασης στην αγορά εργασίας των αστικών κέντρων με τη μορφή δημόσιων επενδύσεων, με την προϋπόθεση να υπάρχει πλεόνασμα εργατικού δυναμικού στις αγροτικές περιοχές, προκειμένου να αυξηθεί η απασχολησιμότητα, ενισχύοντας ταυτόχρονα την μετανάστευση (Kay 2007).
Οι μαρξιστικές θεωρήσεις προσεγγίζουν το αστικό φαινόμενο έχοντας ως βάση τον καταμερισμό εργασίας και τον τρόπο παραγωγής. Πρόκειται για μία ιστορικό-αναλυτική προσέγγιση, όπου υποστηρίζεται ότι οι μορφές παραγωγής καθορίζουν τον καταμερισμό εργασίας και την αντίστοιχη κοινωνική οργάνωση, που με τη σειρά τους καθορίζουν τη χωρική οργάνωση (Φραγκόπουλος 2005). Στις προ-καπιταλιστικές κοινωνίες η πόλη συνδέεται αλλά διαφοροποιείται από την ύπαιθρο και τίποτα δεν είναι μεταβιβάσιμο. Ωστόσο στον καπιταλισμό η εμφάνιση του βιομηχανικού τρόπου παραγωγής κάλυψε αυτές τις διαφορές μεταξύ πόλης και υπαίθρου, ενώ ταυτόχρονα η γεωργία εκβιομηχανοποιείται (Giddens 1993). Έχουμε τη διαίρεση χειρωνακτικής (ύπαιθρο) και πνευματικής εργασίας (πόλη) και αντίστοιχα εμπορίου με την παραγωγή. Στενά συνδεδεμένα με τα παραπάνω είναι ο πολλαπλασιασμός των αναγκών, η εμφάνιση της αλλοτρίωσης, η ανάδυση της αστικής τάξης και του προλεταριάτου.
Κατά τον Max Weber, η συγκρότηση της πόλης κινείται γύρω από την οργάνωση της οικονομίας, την ιδεολογία και τον πολιτισμό. Περιγράφει μία μετάβαση από την πόλη ως αδελφότητα, όπου η θρησκεία, ο πολιτισμός και η ιδεολογία αποτελούσαν τον πυρήνα της εξουσίας για την οργάνωση της πόλης, σε πιο ορθολογικές μορφές εξουσίας (Weber M., 2003: 85-93). Ο Emile Durkheim με τη σειρά του δίνει μία διαφορετική όψη στη μελέτη του αστικού φαινομένου εστιάζοντας στη κοινωνική συνοχή και τη κοινωνική αλληλεγγύη, δύο βασικά κριτήρια κατάταξης των κοινωνιών. Περιγράφει μία μετάβαση από την μηχανική αλληλεγγύη της πρωτόγονης κοινωνίας, όπου το άτομο λειτουργεί συλλογικά, σε μία οργανική αλληλεγγύη της σύγχρονης κοινωνίας, όπου το άτομο στοχεύει στη μεγιστοποίηση του ατομικού συμφέροντος, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η συλλογική ικανοποίηση.
Η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο είναι αποτέλεσμα της πύκνωσης του πληθυσμού, της εμφάνισης της πόλης, της αύξησης του όγκου των κοινωνιών και του έντονου καταμερισμού της εργασίας, τα οποία σηματοδοτούν νέες εξελιγμένες μορφές συλλογικής ζωής. Το αστικό φαινόμενο είναι για τον Durkheim αποτέλεσμα της συγκέντρωσης ή διασποράς του πληθυσμού και των αντίστοιχων δραστηριοτήτων μέσα σε αυτή. Επιχειρεί μία σύνδεση της συλλογικής ζωής με την οικονομική και καθημερινή ζωή. Οι οργανικές σχέσεις αλληλεγγύης της σύγχρονης κοινωνίας οδηγούν σε μία ποιοτική άνοδο των κοινωνιών και σε νέες μορφές δόμησης της συλλογικότητας (Durkheim 1978:19-20 ).
Μία άλλη σημαντική θεωρία για την ερμηνεία της μετάβασης από το αγροτική προς την αστική κοινωνία είναι η θεωρία των σταδίων του Rostow (1960). Σύμφωνα με τον τελευταίο, πέντε είναι τα υποχρεωτικά στάδια τα οποία σηματοδοτούν την πορεία ανάπτυξης μιας χώρας. Σε ένα πρώτο στάδιο επικρατεί η παραδοσιακή κοινωνία, με βασικό χαρακτηριστικό την αγροτική χαμηλή παραγωγή που δεν χρησιμοποιεί καμία τεχνολογική καινοτομία. Για να βγει μία κοινωνία απ΄αυτό το στάδιο θα πρέπει να αναπτυχθεί έντονα, όπως για παράδειγμα να αλλάξει τη γεωργική παραγωγή με τρόπο που να απελευθερώνει εργατικό δυναμικό και να αυξήσει το διεθνές εμπόριο. Αυτό το στάδιο σύμφωνα με τον Rostow, είναι το στάδιο της απογείωσης. Έχοντας αυτές τις προϋποθέσεις θέτονται τα θεμέλια για ένα μεγαλύτερο ρυθμό εξέλιξης και μία ισχυρότερη βιομηχανία, γεγονός που σημάνει και το πέρασμα στο στάδιο της ωριμότητας, το οποίο χαρακτηρίζεται από τεχνολογικές καινοτομίες, με έντονη αύξηση του αστικού πληθυσμού και μία εμφάνιση νέων κλάδων στην οικονομία που αντικαθιστούν ή συμπληρώνουν τους παλιούς. Όταν μία κοινωνία καταφέρει να φτάσει σε ένα επίπεδο υψηλής κατανάλωσης που αντιστοιχεί και σε υψηλά εισοδήματα, τότε περνάμε και στο τελευταίο στάδιο εξέλιξης, αυτό της μαζικής κατανάλωσης.
Βέβαια, έχουν δημιουργηθεί και άλλες θεωρίες που σχετίζονται με την αστικοποίηση, όπως το εκσυγχρονιστικό υπόδειγμα, το οποίο χαρακτηρίζει την εξέλιξη αυτή από τη μία μορφή κοινωνίας στην άλλη ως σταδιακή αλλαγή των παραδοσιακών κοινωνικών και οικονομικών χαρακτηριστικών, προς την υιοθέτηση χαρακτηριστικών που περιγράφουν μία σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Τα αίτια αυτής της αλλαγής είναι κυρίως εσωτερικά, που αφορούν τόσο τη δομή των υπανάπτυκτων κοινωνιών αλλά και τον ρυθμό ανάπτυξης και ενσωμάτωσης τους. Συνεχίζοντας, οι θεωρητικοί της εξάρτησης, υποστηρίζουν ότι οι οικονομίες των υπανάπτυκτων κοινωνιών και γενικότερα η οργάνωση τους, είναι τέτοια που να υποβοηθάει τη λειτουργία και την ανάπτυξη των κέντρων. Υπάρχει δηλαδή μία σχέση εξάρτησης, αφού η περιφερειακή οικονομία δεν έχει δική της εσωτερική δύναμη (Αντωνοπούλου 1991).

Θεωρίες για την εξέλιξη της οικογένειας,

Η ερμηνεία των αλλαγών στην οικογένεια συνδέεται με το φαινόμενο της αστικοποίησης. Η οικογένεια αποτελεί ένα θεσμό, και όχι μία ανεξάρτητη κοινωνική ομάδα, ένα υποσύστημα, το οποίο επηρεάζεται από τον κοινωνικό περίγυρο. Βέβαια, η οικογένεια δεν είναι απλά αποδέκτης αλλαγών αλλά συμβάλλει με τη σειρά της στη διαμόρφωση της κοινωνίας, καθώς ασκεί επιρροή σε στάσεις, συμπεριφορές και αξίες (Αλιμπράνη-Μαράτου 1995: 15). Το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο των δυτικών κοινωνιών αντιμετώπισε πολλές αλλαγές, που με τη σειρά τους επέφεραν αλλαγές στο θεσμό της οικογένειας. Οι μεταβολές αυτές αφορούν κυρίως τη λειτουργία, τους ρόλους, τη μορφή και γενικά το πλαίσιο της οικογένειας. Τα αίτια των αλλαγών αυτών ήταν κυρίως η συνεχής εκβιομηχάνιση και η επικράτηση ενός καταναλωτικού μοντέλου, που αποσκοπούσε στη μεγιστοποίηση της ωφέλειας για κάθε νοικοκυριό. Πολλοί είναι οι ερευνητές που συμφωνούν στο γεγονός ότι οι αλλαγές στη σύνθεση της οικογένειας αλλά και των σχέσεων που δημιουργούν τα άτομα μεταξύ τους έχουν τις ρίζες τους στη δημογραφική μετάβαση, που ήταν αποτέλεσμα των κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών (Kaa 1987).
Στην προ-βιομηχανική περίοδο, η κοινωνία ήταν οργανωμένη σε ένα πλέγμα συγγενικών σχέσεων, τη λεγόμενη παραδοσιακή εκτεταμένη οικογένεια, η οποία αποτελούσε το κέντρο της οικονομικής παραγωγής. Ο χώρος εργασίας ήταν ταυτόχρονα και ο χώρος κατοικίας, όπου επικρατούσε μία εναρμόνιση των ρόλων των δύο φύλων. Η Ελλάδα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι και ένα μέρος του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται από αγροτικές δομές σε αντίθεση με άλλες δυτικές χώρες που έχουν μετασχηματιστεί λόγω της βιομηχανικής επανάστασης. Μετά από μία καθυστέρηση να ακολουθήσει τις εξελίξεις, τον 20ο αιώνα, με μία συνεχή εκβιομηχάνιση μεταφέρεται σε μία βιομηχανικά οργανωμένη κοινωνία, όπου επικρατεί η πυρηνική οικογένεια, στην οποία η οικογένεια δεν είναι πλέον το κέντρο της παραγωγικής δραστηριότητας και αποτελείται από τους γονείς και τους απογόνους. Από μονάδα παραγωγής η οικογένεια μετατρέπεται σε μονάδα κατανάλωσης. Η κατοικία πλέον διαχωρίζεται από το χώρο εργασίας. Αυτή είναι μία από τις βασικότερες αλλαγές, που συντελέστηκε στη μορφή της οικογένειας. Εμφανίζεται ο ρόλος της νοικοκυράς και περιορίζεται ο ρόλος της γυναίκας στην παραγωγική εργασία.
Στις αρχές 21ου αιώνα, με το πέρασμα στη μεταμοντέρνα εποχή, έχουμε νέα μοντέλα οικογένειας, που αντιστοιχούν στη σύγχρονη πραγματικότητα (Giddens 1993). Βασικός στόχος πλέον της οικογένειας είναι η ατομική ολοκλήρωση και η μεγιστοποίηση των απολαβών σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής. Νέοι ρόλοι και κανόνες ρυθμίζουν την οικογενειακή ζωή, με την αρχή της συναίνεσης και της διαπραγμάτευσης να κυριαρχούν σε συνδυασμό με την αναγνώριση της αυτονομίας και της ισότιμης θέσης της γυναίκας. Κατ’επέκταση η αναπαραγωγική συμπεριφορά κινείται στα πλαίσια αυτών των εξελίξεων, η οποία συνεπάγεται τον περιορισμό των γεννήσεων προκειμένου να εκπληρωθούν οι επιθυμίες του ζεύγους.
Σύμφωνα με επιστήμονες της σύγχρονης εποχής υπάρχει μία πολλαπλή διάκριση στη συζυγική οικογένεια, που αποτελείται από τους συζύγους και τα παιδιά που απέκτησαν ή υιοθέτησαν στο πρώτο τους γάμο, ή αποτελείται από τα παιδιά που (ο ένας ή και οι δύο) απέκτησαν από προηγούμενο γάμο και ενδεχόμενα, με κοινά παιδιά (που απόκτησαν ή που υιοθέτησαν). Ακολουθεί, η συζυγική δυάδα, που ζουν μόνοι γιατί δεν απέκτησαν παιδιά ή γιατί τα παιδιά τους μένουν εκτός σπιτιού λόγω σπουδών ή εργασίας ή γιατί έχουν παντρευτεί και ζουν αυτόνομα. Επίσης, διακρίνουν τη μονογονεϊκή οικογένεια, όπου υπάρχει ένας άγαμος ενήλικας με εξώγαμα ή υιοθετημένα παιδιά ή ένας διαζευγμένος ή εγκαταλειμμένος ή εν διαστάσει ενήλικας με άγαμα παιδιά ή και ένας χήρος ενήλικας με άγαμα παιδιά. Στη συνέχεια διακρίνεται η εκτεταμένη οικογένεια (δύο γονείς, παιδιά και άλλα συγγενικά πρόσωπα), μετά η πειραματική μορφή οικογένειας, όπου υπάρχει μία ελεύθερη και άτυπη δέσμευση, δηλαδή ένα άγαμο ζευγάρι που συγκατοικεί ως συζυγική δυάδα ή ως συζυγική οικογένεια. (Τσαούσης 2000). Υπάρχει δηλαδή μία κοινοβιακή συμβίωση με βασική μονάδα τη συζυγική οικογένεια και το κοινοβιακό νοικοκυριό, με βασική μονάδα το άτομο, το οποίο συμμετέχει σε κοινές δραστηριότητες με άλλα άτομα (Μουσούρου 1989: 99).
Μία κεντρική θεωρία, που περιγράφει την εξέλιξη αυτή της οικογένειας είναι αυτή του Durkheim, ο οποίος αναφέρθηκε σε κάποια συγκεκριμένα σχήματα της οικογένειας και τα σύνδεσε με τις αλλαγές στη κοινωνία. Αίτιο της αλλαγής στην εξέλιξη της οικογένειας είναι οι θεσμοί και τα κοινωνικά γεγονότα. Ο Talcott Parsons, με τη δομολειτουργική του θεωρία βλέπει την οικογένεια ως θεσμό, που οφείλει να προσαρμόζεται στις αλλαγές της κοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα, η μετάβαση από τη γεωργία στη βιομηχανία έχει ως επακόλουθο την αστικοποίηση, που συγχρόνως οδηγεί σε μία μετάβαση από την γεωργική εκτεταμένη οικογένεια στην βιομηχανοποιημένη πυρηνική οικογένεια. Άρα, τα μέλη της οικογένειας καλούνται να κινηθούν σε άλλες περιοχές, γεωγραφικά και συναισθηματικά απομονωμένοι και αλλοτριώνεται έτσι ο θεσμός της εκτεταμένης οικογένειας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο

2. Μεθοδολογία - Πηγές και Δεδομένα

Η αστικοποίηση εξετάζεται με πολλούς τρόπους και ευρύτητα μεθοδολογιών. Στην εργασία αυτή μεθοδολογικά, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η ανάλυση των γεγονότων γίνεται στη διάρκεια του έτους 1951 έως και το έτος 2001 και ζητούμενο είναι η δυνατότητα σύγκρισης των δεικτών ανάμεσα στο 1951 και το 2001. Να σημειώσουμε ότι κατά το κύριο μέρος της η ανάλυση είναι συγχρονική (αναφέρεται δηλαδή στα δημογραφικά γεγονότα στη διάρκεια ενός έτους). Η ανάλυση έγινε σε επίπεδο χώρας και κυρίως κατά βαθμό αστικότητας.
Τα απαραίτητα δεδομένα για την παρούσα εργασία αντλήθηκαν από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.), με κύρια πηγή δεδομένων την απογραφή του 2001. Για τους αδρούς δείκτες που κατασκευάστηκαν και αναδεικνύουν την εξέλιξη του πληθυσμού και τη δομή του πληθυσμού, αντλήθηκαν δεδομένα κυρίως από την απογραφή του 2001, αλλά και από τις απογραφές 1961, 1971, 1981 και 1991. Πιο συγκεκριμένα από:
- ΕΣΥΕ (1951-2001) Στατιστική της Φυσικής Κίνησης του Πληθυσμού της Ελλάδος.
- ΕΣΥΕ (1951-2001) Στατιστική Επετηρίς.
- EΣΥΕ Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο (1951-2001).
-ΕΣΥΕ (1981) Αποτελέσματα απογραφής πληθυσμού-κατοικιών της Ελλάδας, Αθήνα.
-ΕΣΥΕ (1991) Αποτελέσματα απογραφής πληθυσμού-κατοικιών της Ελλάδας, Αθήνα.
- EUROSTAT, Labour Force Survey – Results, Eτήσιο, Λουξεμβούργο

Ο υπολογισμός των βασικότερων δεικτών που χρησιμοποιήθηκαν, γίνεται με τις παρακάτω σχέσεις:

Πληθυσμός

Ως προς τον πληθυσμό κατασκευάστηκαν δείκτες που υπολογίζουν την εξέλιξη του πληθυσμού και τη δομή του (Κοτζαμάνης & Βανταλή).

Ο ρυθμός μεταβολής του πληθυσμού υπολογίζεται από την ακόλουθη
σχέση :
P t = P0 ( 1 + r )t , όπου Pt είναι ο πληθυσμός σε μια δεδομένη στιγμή t, το t είναι ο αριθμός των χρονικών περιόδων που πέρασαν, το P0 είναι ο πληθυσμός στο τέλος των χρονικών περιόδων που παρήλθαν και r είναι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πληθυσμού.

Λύνοντας τη σχέση ως προς r έχουμε: r = t ? P t - 1 ή P t - P0 x 100
P0 P0

Ως δημογραφική γήρανση ορίζουμε τη συνεχή αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων ατόμων (60, 65, 70, 75+) στο συνολικό πληθυσμό, η οποία συμβαδίζει με τη μείωση του ειδικού βάρους των παιδιών (0-14 ετών) και των ενδιάμεσων ηλικιών.

Δείκτης γήρανσης είναι ο λόγος των ατόμων ηλικίας 65 και άνω προς τα άτομα ηλικίας 0-14 ετών. Σκοπός του δείκτη αποτελεί ο προσδιορισμός της αναλογίας "γέροι" προς "νέοι", δηλαδή πόσα άτομα ηλικίας 65-άνω αντιστοιχούν σε άτομα ηλικίας 0-14 ετών.

Δείκτης γήρανσης : P65+ x 100
P0-14

Δείκτης Μεγέθους Εργατικού Δυναμικού (Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού) :

Δ.Ε.Δ = Ε.A15-64 x 100
P15-64

Δείκτης Απασχόλησης Πληθυσμού:
Δ.Α.Π = Ε15-64 x 100
P15-64

Δείκτης Απασχόλησης Γυναικείου Πληθυσμού:
Δ.Α.Γ.Π = Εw15-64 x 100
Pw15-64
Δείκτης Απασχόλησης Ανδρικού Πληθυσμού:
Δ.Α.Α.Π = Εm15-64 x 100
Pm15-64

Πυκνότητα = Πληθυσμός ? δείχνει κατά πόσον μία περιοχή είναι
Έκταση ανά τ.χλμ πυκνοκατοικημένη ή αραιοκατοικημένη

Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, έχουμε τη διάκριση μεταξύ αστικού, αγροτικού και ημιαστικού πληθυσμού.
-Αγροτικός πληθυσμός είναι αυτός που περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δήμων και κοινοτήτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει λιγότερο από 2.000 κατοίκους, εκτός αυτών που ανήκουν στα πολεοδομικά συγκροτήματα.
-Αστικός πληθυσμός είναι αυτός που περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δήμων και κοινοτήτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει 10.000 κατοίκους και άνω, καθώς επίσης, και τον πληθυσμό των 18 πολεοδομικών συγκροτημάτων στο σύνολό τους.
-Ημιαστικός πληθυσμός είναι αυτός που περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δήμων και κοινοτήτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει 2.000 – 9.999 κατοίκους, εκτός αυτών που ανήκουν στα πολεοδομικά συγκροτήματα

Δείκτης αστικοποίησης = κάτοικοι στις αστικές περιοχές x 100
Σύνολο πληθυσμού

Γεννητικότητα- Γαμηλιότητα

Οι βασικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται για την μελέτη της γαμηλιότητας και της γονιμότητας είναι οι εξής:

Γεννητικότητα :
- Ο αδρός δείκτης γεννητικότητας υπολογίστηκε ως εξής: TBR = Bt x 1000,
Pt μέσο
όπου P είναι ο συνολικός πληθυσμός και Β ο αριθμός γεννήσεων


Γονιμότητα:
Ο δείκτης γονιμότητας υπολογίστηκε ως εξής: Δ.Γ. = Bt x 1000
P(γυναικείου πληθυσμού)15-44

Ο όρος γαμηλιότητα παραπέμπει συνήθως στη συχνότητα των γάμων σε έναν πληθυσμό, δηλαδή στο αδρό ποσοστό της γαμηλιότητας, δηλαδή ο λόγος των γάμων ενός έτους προς το μέσο πληθυσμό του ίδιου έτους.

Α.Δ.Γαμηλιότητας = Γάμοι x 1000
Pt μέσο

Ένας επίσης σημαντικός δείκτης είναι η μέση ηλικία στο γάμο, ο οποίος εκφράζεται σε έτη και στηρίζεται στον πίνακα γαμηλιότητας.

Αδρό ποσοστό διαζυγίων είναι ο λόγος των διαζυγίων ενός έτους προς το μέσο πληθυσμό του ίδιου έτους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο

3. Από το 1951 έως το 2001: Οι δημογραφικές διαστάσεις των μεταβολών της οικογένειας στην Ελλάδα

3.1. Το πληθυσμιακό μέγεθος και οι συνιστώσες του (1951-2001)
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η ελληνική κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με μία έντονη δημογραφική αλλαγή και μία πληθυσμιακή κρίση. Ο συνολικός πληθυσμός της χώρας μας αυξάνεται απρόσκοπτα καθ’ όλη την μεταπολεμική περίοδο. Από 7,6 εκατομμύρια το 1951 έγινε 10,964 το 2001 (Πίνακας 1). Η αύξηση αυτή είναι από τις υψηλότερες στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ίδια χρονική περίοδο.

Πίνακας 1: Πληθυσμός της Ελλάδας και πυκνότητα 1951-2001
Έτος απογραφής

Πηγές: Ε.Σ.Υ.Ε, Αποτελέσματα Απογραφών 2001
Κατά τις δεκαετίες 1951-61 και 1971-81 έχουμε τις μεγαλύτερες τιμές ποσοστιαίας αύξησης του πληθυσμού, ενώ κατά τις δεκαετίες 1961-71, 1981-91 και 1991-01 τις μικρότερες. Οι μεγάλες τιμές κυμαίνονται γύρω στο 10%, ενώ κατά τις δεκαετίες μικρής πληθυσμιακής αύξησης δεν ξεπερνούν το μισό των προηγούμενων τιμών (Γράφημα1).

Παράλληλα, αυτή χωρική κατανομή του πληθυσμού της Ελλάδος χαρακτηρίζεται από μία μετάβαση από τη γεωργία στην βιομηχανία (από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές) και μία πληθυσμιακή μεγέθυνση των αστικών κέντρων και περιοχών (Ελληνική Εταιρεία Δημογραφικών Μελετών, 1984). Η μετάβαση αυτή έχει ως απαρχή τη δεκαετία του ‘60. Κύρια πηγή αυτής της ταχείας αστικής συγκέντρωσης είναι η εσωτερική μετανάστευση προς τις αστικές περιοχές, η οποία επιβραδύνεται μόλις την τελευταία εικοσαετία.

Πίνακας 2: Κατανομή του αστικού-αγροτικού-ημιαστικού πληθυσμού της Ελλάδας, Απογραφή 1951-2001

Πηγή : ΕΣΥΕ, Απογραφή 1951-01

Από τα απογραφικά δεδομένα (Πίνακας 2) παρατηρείται αυτή η έντονη αστικοποίηση και συγκεκριμένα η αναλογία του αστικού πληθυσμού στο σύνολο του πληθυσμού, η οποία αυξήθηκε εντυπωσιακά. Το 1951, 38 στους 100 κατοίκους είναι εγκατεστημένοι στα αστικά κέντρα. Στην επόμενη τριακονταετία, έχουμε ένα μεγάλο κύμα εξωτερικής και εσωτερικής μετανάστευσης/ αστικοποίησης (το 1981 το 58% των κατοίκων συγκεντρώνεται στα αστικά κέντρα και κυρίως στη Πρωτεύουσα και τη Θεσσαλονίκη). Έκτοτε έχουμε μία συνεχή τάση αστικοποίησης, αλλά παρατηρείται μία μείωση της συμμετοχής της Πρωτεύουσας στον αστικό πληθυσμό προς όφελος των πόλεων της υπαίθρου, γεγονός που δηλώνει μία τάση αντιστροφής της υπεραστικοποίησης. Παράλληλα, η αναλογία του αγροτικού πληθυσμού μειώθηκε έντονα (από 47,5% το 1951 περιορίσθηκε σε 24,8% το 2001). Η αναλογία του ημιαστικού πληθυσμού παρέμεινε σχεδόν σταθερή στα επίπεδα του 1961. Στο παρακάτω διάγραμμα φαίνεται αναλυτικά αυτή ανισοκατανομή του πληθυσμού κατά περιοχές.

Γράφημα 2: Κατανομή πληθυσμού κατά περιοχές 1951-2001
Έτη


Γράφημα 3: Η εξέλιξη του αστικού, ημι-αστικού και του αγροτικού πληθυσμού της Ελλάδος1, 1853-2001
Πηγή: Εργαστήριο Δημογραφικών αναλύσεων Έτη
Η άνιση κατανομή βέβαια και η χωρική υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού αντικατοπτρίζεται από το γεγονός ότι το 36% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδος συγκεντρώνεται στη Πρωτεύουσα και τη Θεσσαλονίκη και οι ευρύτερες μητροπολιτικές περιοχές συγκεντρώνουν το 50% του πληθυσμού της στο σύνολο. Ειδικότερα, ο πληθυσμός στην Περιφέρεια της Πρωτεύουσας την περίοδο του 1981 έφτασε το 31,20% (3.027.000 κατοίκους) του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1981-1991 και 1991-2001 ενώ ο πληθυσμός των αστικών περιοχών αυξάνεται, η Πρωτεύουσα μόλις που αυξάνει τον πληθυσμό της.

Πίνακας 4: Συμμετοχή της Πρωτεύουσας στο σύνολο του Πληθυσμού 1951-2001
Πηγή ΕΣΥΕ, Απογραφή 1951-01

Γράφημα 4: Εξέλιξη Πληθυσμιακού Βάρους Περιοχής Πρωτεύουσας 1951-2001

Πηγή: Εργαστήριο Δημογραφικών αναλύσεων Έτη

Συνεχίζοντας, αν μελετήσει κανείς την εσωτερική μετανάστευση της Ελλάδος κατά Περιφέρειες και το βαθμό αστικοποίησης (Πίνακας 5), θα διαπιστώσει ότι δεν είναι γεωγραφικά ισόρροπα κατανεμημένες. Διακρίνουμε από τη μία περιφέρειες, όπως είναι η Ήπειρος, η Δυτική Ελλάδα, το Βόρειο Αιγαίο, η Θεσσαλία, η Δυτική Μακεδονία και η Αττική, που έχουν απώλειες πληθυσμού και από την άλλη περιφέρειες που λόγω των αστικών κέντρων που έχουν στο εσωτερικό τους έχουν μικρές ή και μεγάλες αυξήσεις πληθυσμού.

Πίνακας 5: Μεταβολή πληθυσμού ως ποσοστό * επί του πληθυσμού αναφοράς της περιοχής, κατά Υπηρεσία Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΥΠΑ), και βαθμό αστικότητας
Τόπος κατοικίας κατά την απογραφή 1981, 1991


Πηγή: ΕΣΥΕ, Αποτελέσματα απογραφών πληθυσμού 1981, 1991

Η μεταβολή του πληθυσμού επηρεάζεται άμεσα και έμμεσα τόσο από την καθαρή μεταναστευτική κίνηση όσο και από τη φυσική αύξηση του πληθυσμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι την περίοδο 1950-1980 ο αριθμός των γεννήσεων κυμαινόταν ετησίως μεταξύ 140 και 160 χιλιάδων, τις δεκαετίες 1990-2001 παρουσιάζει μία μείωση που φτάνει στο επίπεδο των 100 χιλιάδων ετησίως. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των θανάτων αυξάνεται γεγονός που σήμαινε και μείωση της φυσικής αύξησης του πληθυσμού (πίνακας 6). Επίσης την περίοδο 1950-1970 παρατηρείται μία μεταναστευτική εκροή των Ελλήνων προς το εξωτερικό, που όμως δεν επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το μέγεθος του πληθυσμού εξαιτίας της φυσικής αύξησης που σημειώθηκε.

Πίνακας 6: Μεταβολή του πληθυσμού της Ελλάδας στις χρονικές περιόδους μεταξύ των απογραφών
Χρονική περίοδος


Πηγή: Ε.Σ.Υ.Ε. Απογραφή και Στοιχεία Φυσικής Κίνησης πληθυσμού
3.2 Η Χωρική ανάλυση της γονιμότητας και της γεννητικότητας. Εναλλαγές οικογενειακών προτύπων στο χώρο και στο χρόνο.

Οι αλλαγές που περιγράφτηκαν παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων τάσεων στη γονιμότητα, τη γαμηλιότητα και τη γεννητικότητα, τα οποία συνδέθηκαν και με το διαφορετικό ρόλο της γυναίκας και ειδικότερα της οικογένειας στην κοινωνία. Οι επιπτώσεις της γεννητικότητας, της θνησιμότητας και της μετανάστευσης είναι προφανείς, καθώς προσδιορίζουν τόσο την εξέλιξη όσο και την δομή του πληθυσμού.
Η Ελλάδα μετά το Β παγκόσμιο πόλεμο, είχε υψηλά ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας, που όμως την τελευταία τριακονταετία μειώθηκαν. Ειδικότερα, η γονιμότητα (ο μέσος αριθμός παιδιών / γυναίκα ανά έτος) το 1960 έπεσε στα 2,3 παιδιά. Το 1980 ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα, ήταν 2,21. Μετά το 1980 άρχισε η συστηματική μείωση και συνεχίστηκε (το 1990 έφτασε να είναι στις 102.229 γεννήσεις και το 2001 μόλις 103.267 γεννήσεις). Συγκεκριμένα, ο ακαθάριστος δείκτης γεννητικότητας, δηλαδή ο αριθμός γεννήσεων που αναλογεί σε 1.000 κατοίκους, ήταν το 1950 18,9, το 1980 15,4, το 1990 10,1 και το 2000 9,4 % Αυτό σχετίζεται άμεσα και με την αύξηση της μέση ηλικίας της μητέρας κατά τη γέννηση του πρώτου παιδιού, που ενώ το 1980 ήταν 26,1 έτη το 2000 έφτασε τα 28,9 έτη (Πίνακας 7).
Πίνακας 7: Δείκτες αναπαραγωγής 1960-2000


Πηγή Ε.Σ.Υ.Ε. Στατιστικές φυσικής κίνησης, Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος
Η μείωση των γεννήσεων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αστικοποίηση ατόμων που είναι σε γόνιμη ηλικία. Για να δούμε το πόσο επηρέασε η αστικοποίηση τη συμπεριφορά του δείκτη γονιμότητας αρκεί να δούμε το δείκτη σε σχέση με την αστικότητα (Πίνακας 8). Παρατηρούμε ότι στις αγροτικές περιοχές ο δείκτης γονιμότητας παρουσιάζει ραγδαία πτώση (από 2,57 το 1961, το 1971 έγινε 2,64 και το 1991 έφτασε το 1,34). Το 1991 παρουσιάζεται μία σχετική ομοιομορφία του δείκτη γονιμότητας και στις τρεις περιοχές (αστικές, ημιαστικές και αγροτικές) (Πίνακας 8). Επίσης, στις αστικές περιοχές ο δείκτης γονιμότητας παρουσιάζει πτωτική τάση, αφού από 1,77% που ήταν το 1961 έφτασε στο 1,4 το 1991.
Πίνακας 8: Δείκτες γονιμότητας κατ’ αστικότητα 1961-1991


Πηγή Ε.Σ.Υ.Ε. Απογραφή 2001
Γράφημα 5: Δείκτης γονιμότητας κατ’αστικότητα
Δείκτης
Γονιμότητας

Περιοχές

Παρατηρώντας τις μεταβολές του δείκτη γονιμότητας και ως προς το περιφερειακό επίπεδο παρατηρούμε ότι η μεγαλύτερη πτώση του δείκτη γεννητικότητας παρουσιάζεται στα Διαμερίσματα Ηπείρου (1,39 το 1991 έναντι 2,36 το 1981) και της Στερεάς Ελλάδας- Εύβοιας (1,37 το 1991 έναντι 2,17 το 1981), ενώ υψηλούς δείκτες εμφανίζουν τα Νησιά του Αιγαίου (1,63 το 1991 έναντι 2,26 το 1981), η Θράκη (1,53 το 1998 έναντι 2,44 το 1981) και η Κρήτη (1,68 το 1991 έναντι 2,41 το 1981). Σημαντική παρατήρηση είναι ότι ο δείκτης γονιμότητας στη Κρήτη και τα Νησιά Αιγαίου παραμένει σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με το σύνολο της χώρας. Διαπιστώνεται μία χαµηλή γονιμότητα των γυναικών στους δύο πιο αστικές περιφέρειες της χώρας, της Πρωτεύουσας και της Θεσσαλονίκης (Πίνακας 9).

Πίνακας 9: Δείκτης γονιμότητας κατά Περιφέρειες


Πηγή Ε.Σ.Υ.Ε. Στατιστική της φυσικής κίνησης
Οι αλλαγές που έγιναν στη γονιμότητα και τη γεννητικότητα των ελληνίδων είναι άµεσα και έμμεσα συνδεδεμένες και με τις αντίστοιχες αλλαγές που πήραν μέρος στα πρότυπα γαμηλιότητας. Ειδικότερα, από την περίοδο 1960 με 1990 οι δείκτες των γάμων μειώνονται (από 6,98 το 1960 μειώνεται σε 5,34 το 2001) και η μέση ηλικία (Κοτζαμάνης, Ανδρουλάκη, Σοφιανοπούλου 2004) υψώνεται στα 31 χρόνια για τους άνδρες και στα 27,4 για τις γυναίκες. (Πίνακας 10). Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η γαμηλιότητα αποτελεί έναν προσδιοριστικό παράγοντα της γονιμότητας όπως είναι το μορφωτικό επίπεδο ή το εισόδημα. Και τα δύο μεταβάλλονται συγχρόνως καθώς το ένα παρασύρει το άλλο σε μία καθυστέρηση (Μπαγκάβος 2004: 50).
Πίνακας 10: Γάμοι και αδρός δείκτης γαμηλιότητας και μέση ηλικία στο πρώτο γάμο 1960-2001


Πηγή Ε.Σ.Υ.Ε. Στατιστική της φυσικής κίνησης

Παράλληλα από τον παρακάτω πίνακα διαφαίνεται η επιρροή που ασκείται στο θεσμό της οικογένειας. Η «αποθεσµοποίηση» της οικογένειας συντελέστηκε µε γοργούς ρυθµούς σε συνδυασμό με κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Η ταχεία αστικοποίηση, η άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών και η αλλαγή του τρόπου συμβίωσης είναι μερικά από τα εμφανή αποτελέσματα που συμβάλλουν στην υποχώρηση του θεσμού του γάμου και στην ανάδυση νέων μορφών συμβίωσης. Παρατηρούμε ότι στις αστικές περιοχές οι παντρεμένες γυναίκες αποτελούν το 62,1% του συνολικού πληθυσμού και στις αγροτικές το 24,9% του συνολικού πληθυσμού αντίστοιχα. Οι γυναίκες που απλά συμβιώνουν στις αστικές περιοχές αποτελούν το 2,15% του πληθυσμού και στις αγροτικές το 0,53% του πληθυσμού. Σημαντική παρατήρηση αποτελεί το ότι το 8,2% του γυναικείου πληθυσμού είναι στις αστικές περιοχές, μόνες μητέρες και το 2,05% στις αγροτικές κοινωνίες μόνες μητέρες αντίστοιχα.
Από το γυναικείο αστικό πληθυσμό μεγάλα ποσοστά εμφανίζουν οι γυναίκες με σύντροφο, χωρίς παιδιά (55,99%) και οι μόνες μητέρες με ένα παιδί (52,74%), γεγονός που επαληθεύεται στις αγροτικές περιοχές, όπου το μεγαλύτερο ποσοστό εμφανίζεται στις γυναίκες που έχουν σύντροφο, χωρίς παιδιά (13,63%) και στις μόνες μητέρες που έχουν ένα παιδί (13,8%). Σημαντικό είναι και το ότι οι γυναίκες γεννούν μέχρι και δύο παιδιά, τα υπόλοιπα κυμαίνονται σε πολύ μικρά ποσοστά.
Πίνακας 11: Κατανομή γυναικείου πληθυσμού κατά περιοχές και οικογενειακή κατάσταση 2001

Πηγή: Ε.Σ.Υ.Ε Απογραφή 2001
Επαληθεύεται λοιπόν η πτωτική τάση της γεννητικότητας και της διάθεσης για τεκνοποιία. Οι έγγαμες συμβιώσεις γίνονται λιγότερες και πιο εύθραυστες και λαμβάνουν χώρα σε μεγαλύτερες ηλικίες. Η συχνότητα της διάλυσης των έγγαμων συμβιώσεων ήταν έντονη, αφού το 1960 από τους 1000 γάμους οι 57 οδηγήθηκαν σταδιακά σε διάλυση, ενώ το 2000 οι διαλυμένοι γάμοι έφταναν τους 150. Παρατηρείται ότι το ποσοστό των γάμων που κατέληξαν σε διαζύγιο σχεδόν υπερδιπλασιάστηκε (Πίνακας 12).
Πίνακας 12: Χαρακτηριστικά διάλυσης έγγαμων συμβιώσεων στην Ελλάδα.
Χαρακτηριστικά



Πηγή: Ε.Σ.Υ.Ε · Eurostat
Αυτό βέβαια οφείλεται και στο ότι σε σχέση με το παρελθόν τα άτομα ακολουθούν νέες διαδρομές, όπως είναι η συμβίωση με τους γονείς, με το σύντροφο, δεύτερος γάμος, χηρεία ή και μοναχική διαβίωση (Μουσούρου & Στρατηγάκη 2003). Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι προκειμένου να έχουμε μία σωστή παρατήρηση των αλλαγών που συμβαίνουν στη σύνθεση της οικογένειας είναι απαραίτητη η μελέτη των νοικοκυριών και τον αριθμό των μελών τους. Εξίσου απαραίτητος είναι και ο διαχωρισμός του νοικοκυριού, το οποίο αποτελείται από άτομα που ίσως και να μη συνδέονται με δεσμούς αίματος, από την οικογένεια. Επειδή ο διαχωρισμός αυτός είναι δύσκολος συνήθως γίνεται αναφορά σε άτομα που αποτελούν νοικοκυριό και ειδικότερα αναφέρεται σε ιδιωτικά νοικοκυριά (συνολικό αριθμό νοικοκυριών) και όχι στον αριθμό των ατόμων που κατοικούν στους διάφορους τύπους οικογενειών. Με τον τρόπο αυτό δεν λαμβάνονται υπόψη τα συλλογικά νοικοκυριά.
Όσον αφορά τώρα τον αριθμό των νοικοκυριών συντελέστηκαν πολλές αλλαγές από το 1960 έως και σήμερα. Ο αριθμός των νοικοκυριών αυξήθηκε σημαντικά κατά 71%, σε αντίθεση με τον αριθμό των ατόμων ανά νοικοκυριό ο οποίος σημείωσε μία μείωση 26%, αφού από 3,8 το 1961 έφτασε το 2,8 το 2001. Η αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των μονομελών νοικοκυριών, καθώς και στην αύξηση των νοικοκυριών με δύο μόνο μέλη. Συγκεκριμένα, συνέβαλλαν κατά 24 και 33 ποσοστιαίες μονάδες στη συνολική αυτή μεταβολή. Αντίστοιχα, η συμβολή των νοικοκυριών με 3 και 4 μέλη ήταν μικρότερη. Η συμβολή των νοικοκυριών με 5 μέλη και κυρίως με 6 ήταν ελάχιστη. Επιπλέον, η συμβολή των νοικοκυριών με 6 μέλη και πάνω είναι αρνητική συγκριτικά με την ολική μεταβολή. Τα πολυμελή νοικοκυριά αποτελούν μόνο το 11% του συνολικού αριθμού των νοικοκυριών το 2001, ενώ το 1961 αποτελούσαν το 32% του συνολικού αριθμού των νοικοκυριών. Αξίζει να αναφερθεί ότι το 1961 τα μονομελή νοικοκυριά ήταν το ένα στα τρία ενώ το 2001 έγιναν ένα στα δύο. Τα νοικοκυριά με τρία μέλη αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό αν και τα ποσοστά τους παρέμειναν γύρω στο 20-21% (Πίνακας 13).
Πίνακας 13: Αλλαγές στο μέγεθος των νοικοκυριών στην Ελλάδα (1961-2001)
Αριθμός μελών

% συνολικού των ιδιωτικών νοικοκυριών

Συμβολή στη μεταβολή του συνολικού αριθμού των ιδιωτικών νοικοκυριών%

% του πληθυσμού των ιδιωτικών νοικοκυριών

Συμβολή στη μεταβολή του πληθυσμού των ιδιωτικών νοικοκυριών%

Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων της ΕΣΥΕ, Αποτελέσματα Απογραφών
Ωστόσο, το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας συνεχίζει να διατηρείται και να παραμένει κυρίαρχο, παρότι δημιουργούνται πολλές νέες οικογενειακές μορφές. Στο σύνολο της χώρας το 73,55% των νοικοκυριών αποτελούν μία πυρηνική οικογένεια, εκ των οποίων το 54,70% αντιστοιχεί στις αστικές περιοχές και μόλις το 18,85% στις αγροτικές περιοχές. Ένα μεγάλο ποσοστό (41,56%) των πυρηνικών οικογενειών είναι παντρεμένα ζευγάρια με παιδιά, όπου το 32,14% διαμένει στις αστικές και μόλις το 9,42% στις αγροτικές. Ακολουθεί ένα 21,38%, που αποτελεί παντρεμένα ζευγάρια χωρίς παιδιά, με το 14,03% να ανήκει στις αστικές περιοχές και το 7,34% στις αγροτικές περιοχές.
Πίνακας 14: Ιδιωτικά νοικοκυριά κατά τύπο πυρηνικής οικογένειας και κατά περιοχές 2001
Τύπος του νοικοκυριού Τύπος πυρηνικής οικογένειας



Πηγή Ε.Σ.Υ.Ε Απογραφή 2001


Γράφημα 6: Συμμετοχή των νοικοκυριών στο σύνολο των νοικοκυριών της χώρας κατά αστικές και αγροτικές περιοχές


Επιπλέον, σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τον τύπο νοικοκυριού και κυρίως τα μέλη που κατοικούν σε αυτά τα νοικοκυριά είναι και η ηλικία. Τα άτομα ηλικίας 0-24 έτη αποτελούν το 25,9% των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά με γονείς, ενώ αποτελούν το 29,2% του συνολικού πληθυσμού. Βέβαια, το 89% των νέων ζει στο συγκεκριμένο τύπο νοικοκυριού. Σύμφωνα με τον πίνακα 15, διαφαίνεται ότι περίπου 1 στους τρεις διαμένει με τους γονείς τους (32,7%). Το σχετικά υψηλό ποσοστό παρατηρείται κυρίως στους νέους ηλικίας άνω των 24 ετών, γεγονός που αντικατοπτρίζει την τάση οι νέοι να μένουν όλο και περισσότερο στο οικογενειακό νοικοκυριό. Χαρακτηριστικό είναι και το ότι το ποσοστό των νέων που δεν ζουν με τους γονείς τους, τις τελευταίες δεκαετίες αυξήθηκε για τους άνδρες από 29 σε 31 έτη και στις γυναίκες από 24 σε 27 έτη (European Commission 2002: 117). Αυτό εξηγείται από το ότι οι γυναίκες συμμετέχουν ολοένα και περισσότερο στην εκπαίδευση, που ταυτόχρονα σημαίνει και την κινητικότητα των νέων προς τα αστικά κέντρα.
Παρατηρείται ότι στις ηλικίες 25-64 ετών, το μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων διαμένει σε νοικοκυριό που αποτελείται από ζευγάρι και παιδιά. Εκτός όμως από τα άτομα που ζουν με τους γονείς τους ή με σύντροφο ένα μεγάλο ποσοστό εμφανίζεται και σε άτομα που ζουν μόνα τους ή που ζουν μόνα τους χωρίς σύντροφο αλλά έχουν παιδιά. Στα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω παρατηρείται ότι διαμένουν με σύντροφο χωρίς παιδιά, ενώ τα μονομελή νοικοκυριά κυμαίνονται στα ίδια πλαίσια. Επαληθεύεται λοιπόν η τάση των ατόμων να ακολουθούν ένα ολιγομελή τρόπο διαβίωσης.
Πίνακας 15: Πληθυσμός, ηλικιακές ομάδες και νοικοκυριά στην Ελλάδα 1998-ως ποσοστό του πληθυσμού των ιδιωτικών νοικοκυριών
Τύπος νοικοκυριού


Άτομα που διαμένουν με τους γονείς


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων της Eurostat, Labour Force Survey

Επίσης, ένα άλλο χαρακτηριστικό που εξηγεί την χαμηλή γεννητικότητα και τη διαφοροποίηση της κατά περιοχές οφείλεται είναι η μεγάλου βαθμού έξοδος από την ύπαιθρο των παραγωγικών ηλικιών του πληθυσμού. Πιο συγκεκριμένα, είχαμε την ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα σε βάρος του δευτερογενούς και του πρωτογενούς κυρίως (Πίνακας 16), ο οποίος σήμανε και την είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας, στην αλλαγή του ρόλου τους τόσο στη κοινωνία και στην οικογένεια, στη σχετική αυτονόμησή τους. Αυτοί οι διαφορετικοί ρόλοι που αναλαμβάνουν οι γυναίκες οφείλονται και για την αλλαγή των τρόπων συμβίωσης τους, στη συρρίκνωση των γάμων και στην αύξηση των διαζυγίων. Ειδικότερα, την περίοδο 1961 έως 1991 παρατηρείται μία μεταβολή στη συμμετοχή στο πρωτογενή τομέα, όπου από 55,8% το 1961 έφτασε στο 19,6%. μία μεταβολή της τάξης -62,4%. Αντίθετα ο δευτερογενής τομέας χαρακτηρίζεται από μία άνοδο του 37,6% (19,8% το 1961 και 25,6% το 1991). Τέλος, ο τριτογενής τομέας παρουσιάζει μία αύξηση από 1961 στο 1991 της τάξης του 139,7%(24,4 % το 1961 και 54,8% το 1991).

Πίνακας 16: Οικονομικά ενεργός πληθυσμός κατά τομέα και κλάδο οικονομικής δραστηριότητας



Πηγή Ε.Σ.Υ.Ε. Απογραφές Πληθυσμού 1961 και 1991

Παράλληλα, την περίοδο 1981-1997 ο παραγωγικός πληθυσμός της αυξήθηκε γύρω στο 13% περίπου. Αυτό σήμαινε τη μείωση του παραγωγικού πληθυσμού των αγροτικών πληθυσμών κατά 13,6% και μία αύξηση τόσο στις ημιαστικές (23%) όσο και στια αστικές περιοχές (22%). Δηλαδή, ο παραγωγικός πληθυσμός των αγροτικών περιοχών ενώ το 1981 αποτελούσε το 26,4% του συνολικού παραγωγικού πληθυσμού, το 1997 αντιπροσώπευε μόλις το 20,2% αυτού του πληθυσμού. Σε αντίθεση με τις αστικές και ημιαστικές περιοχές, όπου η αναλογία του παραγωγικού πληθυσμού των ημιαστικών περιοχών αυξήθηκε από 10,3% το 1981 σε 11,2% το 1997 και των αστικών περιοχών, που από 63,4% το 1981 πήγε σε 68,6% το 1997 (Πίνακας 17).
Πίνακας 17: Ποσοστιαία (%) κατανομή του παραγωγικού πληθυσμού κατά περιοχή, 1981-1997


Πηγή: ΕΣΥΕ, ΄Ερευνα Εργατικού Δυναμικού

Σημαντική εξέλιξη όπως είπαμε είναι η συμμετοχή της γυναίκας στο εργατικό δυναμικό, η οποία σημείωσε ραγδαία αύξηση. Την περίοδο 1981-1997το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών αυξήθηκε κυρίως στις αστικές περιοχές, από 28,6% σε 44,7%, ενώ το ποσοστό συμμετοχής του ανδρικού πληθυσμού τείνει να μειώνει (Πίνακας 18).

Πίνακας 18: Ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό 1981-1997


Πηγή Ε.Σ.Υ.Ε ¨Έρευνα εργατικού δυναμικού

Ταυτόχρονα αυτή η εσωτερική μετανάστευση είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των πυραμίδων του πληθυσμού και τη γήρανση του. Η αστυφιλία λοιπόν αύξησε την αναλογία του πληθυσμού των ηλικιωμένων, δηλαδή της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού. Η δημογραφική γήρανση συνοδεύει τη δημογραφική μετάβαση (Chesnais, 1986), τη μετάβαση από μία υψηλή θνησιμότητα και υψηλή γονιμότητα σε ιδιαίτερα χαμηλή θνησιμότητα (γύρω στα 80 έτη) και συρρικνωμένη γονιμότητα (κάτω του ορίου αναπαραγωγής, δηλαδή κάτω των 2,1 παιδιών/γυναίκα). Οι δείκτες γήρανσης (ηλικιωμένοι που αναλογούν σε 100 νέους 0-14 ετών) είναι σχετικά υψηλοί το 2001, ειδικότερα δε στο γυναικείο πληθυσμό της χώρας µας (Πίνακας 19).Δείκτης Γήρανσης


Τα βιομηχανικά κέντρα της Ελλάδας θα συνεχίσουν να έχουν δημογραφική γήρανση και αυτό διαφαίνεται εξετάζοντας, τη δημογραφική γήρανση με βάση το βαθμό αστικοποίησης. Το 1951 οι αγροτικές περιοχές έχουν 8 ηλικιωμένους στους 100 έναντι 6 που έχει στις αστικές περιοχές την ίδια χρονική περίοδο. Το 1991 στις αγροτικές περιοχές οι 18 στους 100 κατοίκους είναι ηλικιωμένοι και 12 στους 100 οι αστικές περιοχές. Όμως το 2001 οι ηλικιωμένοι στις αγροτικές περιοχές αυξάνονται κατακόρυφα σε 24 στους 100 σε αντίθεση με τις αστικές περιοχές που είναι 14 στους 100 (Πίνακας 20)
Πίνακας 20: Κατανομή πληθυσμού κατά ηλικιακές ομάδες κατά περιοχή και δείκτης δημογραφικής γήρανσης.



Γράφημα 7: Συγκριτική απεικόνιση των μεταβλητών στη κατά ηλικίες σύνθεση του πληθυσμού κατά περιοχές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο

4.1. Συζήτηση
Από την ανάλυση των στατιστικών δεδομένων του προηγούμενου κεφαλαίου φαίνεται αισθητά η μετακίνηση των εσωτερικών μεταναστών σε περιοχές που συγκέντρωναν το μέρος της βιομηχανίας της χώρας, δηλαδή κυρίως στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Αυτό συντέλεσε στη πληθυσμιακή συρρίκνωση των αγροτικών περιοχών και την αντίστοιχη υπερσυγκέντρωση των βιομηχανικών πόλεων. Στο τέλος του ’70 από τα στοιχεία της απογραφής φαίνεται μία πτώση του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού της Πρωτεύουσας και της Θεσσαλονίκης, η οποία όμως το 1975-81 συνοδεύτηκε με μαζικότερη κίνηση μετανάστευσης.
Παρατηρήθηκε ότι η εσωτερική μετανάστευση είναι επιλεκτική ως προς το φύλο, την ηλικία και τα κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού. Η μετανάστευση του πληθυσμού αποδείχθηκε κυρίως γυναικεία υπόθεση. Οι γυναίκες τείνουν να μετακινούνται προς τις αστικές περιοχές, ενώ ο ανδρικός πληθυσμός τείνει προς τις αγροτικές περιοχές, κυρίως ο γεροντικός πληθυσμός. Αυτό έχει να κάνει με το ότι οι γυναίκες επιζητούν εργασία, αυτονόμηση και νέους ρόλους που θα τις προσδίδουν κύρος και δύναμη, θέλοντας να ξεφύγει από την ιδέα που συνέδεε την γυναίκα με την οικιακή ζωή.
Ως προς την ηλικία, η μετανάστευση εμφανίζει έντονη παρουσία κυρίως στις ηλικίες μεταξύ 20 έως 34 και 45 έως 65. Επικρατεί μία ανταλλαγή ηλικιών μεταξύ των αγροτικών και αστικών περιοχών, όπου οι αστικές δέχονται τις λεγόμενες παραγωγικές ηλικίες ενώ οι αγροτικές τις γεροντικές ηλικίες. Αυτό όπως είναι αναμενόμενο δημιούργησε αλλαγές στη δημογραφική δομή του πληθυσμού. Άλλωστε, καταγράφεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών που μετακινούνται στα αστικά κέντρα το κάνει για λόγους εύρεσης απασχόλησης και καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Η ανάπτυξη του τριτογενή τομέα της οικονομικής δραστηριότητας συντέλεσε σε αυτό, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό από τους μετακινηθέντες εργάζεται σε τομείς, όπως είναι οι υπηρεσίες, οι τράπεζες. Επιπλέον, η χώρα μας χαρακτηρίζεται από προοδευτική γήρανση, η οποία παρουσιάζεται πολύ διαφοροποιημένη με το πέρασμα από τη δεκαετία του 1951 έως το 2001.
Η δημογραφική γήρανση ακολουθεί πιστά τη μετάβαση από την υψηλή γεννητικότητα και υψηλή θνησιμότητα σε μία χαμηλή θνησιμότητα και συρρικνωμένη γονιμότητα. Στη μεταπολεμική περίοδο οι αλλαγές έχουν γρήγορους ρυθμούς, η χαμηλή γονιμότητα και μαζική μετανάστευση προς τα αστικά κέντρα παίζουν καθοριστικό ρόλο, ενώ τα χαμηλά επίπεδα της θνησιμότητας λειτουργούν ως παράγοντας επιτάχυνσης της δημογραφικής γήρανσης (Κοτζαμάνης 1997α). Συγκριτικά με το βαθμό αστικοποίησης φαίνεται επίσης, ότι οι αστικές και ημιαστικές περιοχές δεν έχουν τόσο υψηλό δείκτη γήρανσης σε σχέση με τις αγροτικές περιοχές.
Σημαντικές επιμέρους αλλαγές συντελέστηκαν σε σημαντικούς δημογραφικούς δείκτες. Όσον αφορά τη γεννητικότητα και τη γονιμότητα, επικρατεί μία ολοένα και περισσότερο φθίνουσα τάση. Από τη μεταπολεμική περίοδο και μετά η αναπαραγωγή του πληθυσμού έχει μειωθεί σημαντικά, αφού ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα μετά το 1950 έπεσε στα 2,3 παιδιά και διατηρήθηκε στο επίπεδο αυτό μέχρι το 1980 και το 1981 ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα, ήταν 2,1, αγγίζοντας μόλις το όριο αντικατάστασης των γενεών. Μετά το 1981, όμως, άρχισε η μείωση κάτω από το επίπεδο αναπλήρωσης των γενεών και το 1998 έφθασε τα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας δεν αναπαράγει τον εαυτό του. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι γυναίκες φέρνουν στο κόσμο τα παιδιά τους όλο και σε μεγαλύτερη ηλικία συγκριτικά με τις παλαιότερες γενεές. Παράλληλα διακρίνουμε τη χαμηλή γονιμότητα των περιοχών που φιλοξένησαν τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας
Επιπλέον, ο δείκτης γεννητικότητας και ο δείκτης γονιμότητας συνδέεται με τον και τον δείκτη γαμηλιότητας, καθώς οι ανακατατάξεις που συμβαίνουν στη γονιμότητα επιφέρουν αλλαγές στα πρότυπα γαμηλιότητας. Διαπιστώνεται ότι ο δείκτης γαμηλιότητας συρρικνώνεται ενώ συγχρόνως η μέση ηλικία που παντρεύονται ανεβαίνει όλο και περισσότερο. Οι γάμοι γίνονται λοιπόν λιγότεροι και πιο εύθραυστοι και οι εκτός γάμου γεννήσεις αυξάνονται ελάχιστα.
Η οικογένεια τώρα ως ένα ενιαίο σύστημα και ως υποσύστημα της εμφανίζει διαφορετικούς τύπους ανάλογα με τις εξελίξεις που συμβαίνουν γύρω. Βέβαια, η οικογένεια ως θεσμός δεν λειτουργεί πάντα με βάση τα πρότυπα που προάγει η κοινωνία αλλά επειδή αντιμετωπίζει πιέσεις υπόκεινται σε αλλαγές που συνάδουν με την κοινωνία. Σε κάθε κοινωνία συναντάται ένα κυρίαρχο μοντέλο οικογένειας. Στην παρούσα φάση διακρίναμε ότι πριν τη μεταπολεμική περίοδο, στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες η οικογένεια αποτελούσε την κυρίαρχη μονάδα παραγωγής, στη βιομηχανική κοινωνία άρχισε έναν έντονος διαχωρισμός και στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες προέχει η εργασία σε συνδυασμό με την οικογένεια που θα πρέπει να βρίσκονται σε ισορροπία.
Στην μεταβατική αυτή περίοδο οι θεσμοί ατονούν και ο γάμος αποκτά νέο υπόβαθρο και υιοθετούνται νέες δημογραφικές συμπεριφορές, ενώ ταυτόχρονα και προοδευτικά ο ρόλος της γυναίκας ως πολίτης και ως σύζυγος μεταλλάσσεται: Δεν έχουν σημασία πλέον οι γεννήσεις αλλά οι ικανότητες της στην εργασία. Προέχει η ατομική ολοκλήρωση και όχι η δημιουργία οικογένειας. Έχουμε φύγει από την εκτεταμένη οικογένεια και έχουμε περάσει σε ένα υπομοντέλο της πυρηνικής οικογένειας, την απλή συμβίωση. Είναι προφανές ότι η πυρηνική οικογένεια αποθεσµοποιείται και συναντά έντονες αντιστάσεις στη χώρα µας ως προς την ανάδυση νέων µορφών συμβίωσης, που συντελείται µε αργούς ρυθµούς, ξεκινώντας από την εμφάνιση των µονογονεικών οικογενειών.
Συμπεράσματα
Επισκόπηση
Στα πλαίσια αυτής της εργασίας εντοπίστηκε ο σημαντικός ρόλος των τεχνολογικών μεταβολών, της μετάβασης από αγροτική σε βιομηχανική και μετέπειτα σε μεταβιομηχανική κοινωνία, στις δημογραφικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα. Όλα αυτά οδήγησαν σε νέες μορφές οργάνωσης της κοινωνίας, της παραγωγικής διαδικασίας και σε αναζήτηση νέων τρόπων για την ικανοποίηση των νέων αναγκών που δημιουργούνται. Οι επιπτώσεις αυτές της δημογραφικής εξέλιξης ήταν πολλαπλές και καθοριστικές (Ακαδημία Αθηνών, 1990: 75).
Γενικότερα, η ταχεία αστικοποίηση και η ερήμωση της υπαίθρου οδήγησε σε πολύ χαμηλά επίπεδα θνησιμότητας και γεννητικότητας, με πολύ έντονο το φαινόμενο της γήρανσης, τα οποία με τη σειρά τους επιφέρουν χαμηλή γονιμότητα. Είναι γεγονός πως τα δημογραφικά φαινόμενα είναι αδύνατο να τα προσεγγίσουμε ανεξάρτητα από το περιβάλλον τους, δηλαδή τις κοινωνικοοικονομικές μεταβολές και έξω από το πεδίο κοινωνία και οικογένεια, αφού σχετίζονται άμεσα με τη γονιμότητα, τη γαμηλιότητα και τη διάλυση των έγγαμων συμβιώσεων. Πλέον χαρακτηριστικά της νέας κοινωνίας αποτελούν οι μονογονικές οικογένειες, η ελάττωση των πολύτεκνων οικογενειακών και η αύξηση του αριθμού των ατόμων που ζουν μόνα τους. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία έντονη αλλαγή ως προς τα οικογενειακά πρότυπα που υιοθετούνται. Άλλωστε, οι τύποι της οικογένειας που αναπτύχθηκαν στην μακρόχρονη ιστορία μας, μεταβάλλονται συνεχώς ανάλογα και με τις δημογραφικές συμπεριφορές.
Καταλήγοντας, η μαζική μετακίνηση του πληθυσμού της Ελλάδας από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις του πληθυσμού στο σύνολο της χώρας, καθώς αποτελεί σημαντική δημογραφική συνιστώσα που επηρεάζει το μέγεθος, τις ηλικιακές δοµές του πληθυσμού, τη γονιμότητα και τα πρότυπα της οικογένειας. Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα υπέρ και κατά μίας αστικοποίησης. Πολλοί πιστεύουν ότι η αστικοποίηση ωφελεί το πληθυσμό, διότι προσφέρει υψηλότερο εισόδημα και καλύτερη ποιότητα ζωής, αφού όλα γίνονται στα αστικά κέντρα (καλύτερη εκπαίδευση, σύστημα υγείας, προγράμματα που εφαρμόζονται κλπ). Επιπλέον, είναι σε θέση να μαζέψουν τους πόρους για να προσφέρουν στα παιδιά τους καλύτερη εκπαίδευση και ζωή, δεδομένου ότι στις αστικές περιοχές κάνουν λιγότερα παιδιά και μπορούν να ανταπεξέλθουν στο υψηλό κόστος ζωής.
Πέρα από τα άτομα η αστικοποίηση ωφελεί και την κοινωνία στο σύνολο της. Αυτό γιατί με την αστικοποίηση έχουμε τη μετάβαση από μία χαμηλή παραγωγικότητα, λόγω της αγροτικής οικονομίας σε μία υψηλότερου βαθμού παραγωγικότητα που συνοδεύει την βιομηχανική οικονομία. Τα αστικά κέντρα προσφέρουν νέες και πολλές θέσεις εργασίας και αυτό αυξάνει την παραγωγικότητα. Η εκπαίδευση που λαμβάνουν οι κάτοικοι των αστικών κέντρων είναι σαφώς καλύτερη, που συντελεί στην ανάπτυξη της καινοτομίας και της παραγωγής. Ταυτόχρονα, η αστικοποίηση ωφελεί σε κάποιο βαθμό και τις αγροτικές περιοχές, γιατί μειώνει την ανεργία και προσφέρει υψηλότερους μισθούς στους κατοίκους εκεί.
Σίγουρα όμως θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του ότι αυτή η ανάπτυξη στα αστικά κέντρα με τις βιομηχανικές παραγωγές οδηγεί σε προβλήματα που αφορούν τις συνθήκες υγιεινής, στην αύξηση της φτώχειας διότι υπάρχει μεγάλη ζήτηση για εργασία και οι μισθοί μειώνονται. Ο συνδυασμός όλων αυτών, της νεανικής ηλικίας που ζει στα αστικά κέντρα και οι μειωμένες επαγγελματικές ευκαιρίες αυξάνουν και σε κάποιο βαθμό την εγκληματικότητα.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω δημιουργούμε το ερώτημα για το ποιο μοντέλο οικογένειας θα ακολουθήσουν οι νέοι και αυτό γιατί αν εξακολουθήσει να επικρατεί το ίδιο μοντέλο της μειωμένης γονιμότητας και της μη έγγαμης συμβίωσης, τότε οι δημογραφικοί δείκτες θα συνεχίσουν να πέφτουν κατακόρυφα και οι πιθανότητες να λυθεί το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας μηδενίζονται. Αυτό θα έχει άμεσες συνέπειες σε ολόκληρη την κοινωνία, πράγμα που δεν γίνεται αντιληπτό από όλους. Είναι σημαντικό οι δημογραφικοί δείκτες να φτάσουν αρχικά σε ένα σταθερό επίπεδο, κυρίως δείκτες που σχετίζονται με την αναπαραγωγή του πληθυσμού. Η οποιαδήποτε αλλαγή της αναπαραγωγικής μας συμπεριφοράς προϋποθέτει: μία αντιστοιχία με τον οικονομικό και κοινωνικό χώρο. Για παράδειγμα η παγκοσμιοποίηση και τα καταναλωτικά πρότυπα επηρεάζουν την οικογένεια, καθώς μέσω αυτών διαχέονται τα κυρίαρχα οικογενειακά πρότυπα της αναπτυγμένης Ευρώπης.

Παρεμβάσεις και μέτρα πολιτικής,

Οι παραπάνω συνθήκες δημιουργούν την ανάγκη για μία πιο συστηματική δημογραφική παιδεία, που είναι απαραίτητη για την κατανόηση της σημασίας των δημογραφικών δεικτών στη κοινωνία. Θεωρούνται απαραίτητες οι παρεμβάσεις από εξειδικευμένους φορείς και επιστήμονες για να χαραχθεί μία επιτυχημένη και ενεργή δημογραφική πολιτική, καθώς και για τη λήψη αποφάσεων και μέτρων για την λύση του «δημογραφικού προβλήματος». Προϋπόθεση αποτελεί ο προσδιορισμός των προβλημάτων αρχικά και ο καθορισμός των στόχων και των μέσων που διατίθενται για την επίλυσή τους (Κοτζαμάνης 1988)
Η ανακοπή της υπογεννητικότητας απαιτεί μία γενικότερη πολιτική που θα λαμβάνει υπόψη της την ελληνική ιδιαιτερότητα.. Είναι γνωστό πως ο θεσμός της οικογένειας στην Ελλάδα λειτουργεί ως ο βασικότερος μηχανισμός προστασίας αλλά πλαισιώνεται από ελλιπής κρατικές προνοιακές πολιτικές. Η οικονομική ανάπτυξη, η διεύρυνση του τριτογενή τομέα προετοίμασαν το έδαφος για την είσοδο της γυναίκας στην αγορά εργασίας, ενισχύοντας έτσι το ρόλο τους τόσο στο χώρο της κοινωνίας όσο και στο χώρο της οικογένειας. Προκειμένου οι γυναίκες να αποκτήσουν κύρος, αυτονομία, κοινωνική επιρροή και δύναμη αφοσιώνονται στον τομέα της εργασία και παραμελούν τη δημιουργία οικογένειας. Ταυτόχρονα δημιουργία οικογένειας σημαίνει αυξημένες υποχρεώσεις και μεγαλύτερο κόστος ζωής.
Για τους παραπάνω λόγους, σημαντικά μέτρα για την επίλυση ή μείωση της έντασης του προβλήματος μπορούν να θεωρηθούν αυτά που προσπαθούν να εναρμονίσουν την οικογενειακή με την εργασιακή ζωή. Να μπορούν δηλαδή οι γυναίκες να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που θέλουν χωρίς όμως να χρειαστεί να αφήσουν τις επαγγελματικές τους ευκαιρίες. Εφαρμόζοντας μέτρα όπως η παραχώρηση άδειων μητρότητας μεγάλης διάρκειας, ευέλικτες ώρες εργασίας, ευελιξία στις συμβάσεις εργασίας, στον τόπο εργασίας, εύκολη πρόσβαση σε παιδικούς σταθμούς διευκολύνουν τον γυναικείο πληθυσμό και συγχρόνως τους δίνουν κίνητρα για έγγαμη συμβίωση και αύξηση της γονιμότητας. (Κυριαζή 1995: 22-23). Για παράδειγμα στη Σουηδία εφαρμόζεται η «επιδότηση ταχύτητας» στις γυναίκες που αποκτούν δεύτερο παιδί 21 μήνες μετά, ώστε να τις προτρέψουν να τεκνοποιήσουν. Επίσης, σε χώρες όπως είναι η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Πολωνία εφαρμόζονται περιοριστικοί νόμοι για τα διαζύγια για να αποτρέψουν την αποθεσμοποίηση της οικογένειας.
Επιπλέον, απαιτούνται πολιτικές ενημέρωσης για την κοινωνικο – οικονομική κατάσταση που επικρατεί και τις επιπτώσεις της υπογεννητικότητας. Αυτή ενημέρωση οφείλει να γίνει σε όλους τους πολίτες και κυρίως στα μικρά παιδιά στο χώρο του σχολείου, έτσι ώστε να ενστερνιστούν αξίες και στάσεις υπέρ της γονιμότητας, κάνοντας τους να κατανοήσουν τη σημασία και την αξία της οικογένειας τόσο από πλευράς συναισθηματικής ολοκλήρωσης όσο και για τη σημασία στην αναπαραγωγή της κοινωνίας.
Ο ρόλος της πολιτείας είναι σημαντικός για την ενίσχυση μέτρων φιλικών προς την οικογένεια, όμως δεν μπορεί μόνη της να ανατρέψει την υφιστάμενη κατάσταση. Ο καθένας ξεχωριστά, σαν άτομο, σαν εκπαιδευτικός, σαν γονέας, σαν πολίτης, σαν μέλος ενός φορέα κοινωνικής πολιτικής καλείται να αναλάβει το ρόλο για ένα αύριο που θα ενισχύει το θεσμό της οικογένειας και τη γονιμότητα.
1 Αστικό χαρακτηρίζεται κάθε Δημοτικό ή Κοινοτικό διαμέρισμα του οποίου ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει 10.000 κατοίκους και άνω συν τον πληθυσμό των πολεοδομικών συγκροτημάτων. Αγροτικό χαρακτηρίζεται κάθε Δημοτικό ή Κοινοτικό διαμέρισμα του οποίου ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει λιγότερους από 2000 κατοίκους. Ημιαστικό χαρακτηρίζεται κάθε Δημοτικό ή Κοινοτικό διαμέρισμα του οποίου ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει λιγότερους από 2000-9.999 κατοίκους εκτός αυτών που ανήκουν στα πολεοδομικά συγκροτήματα. (Παπαδάκης & Τσίμπος 2004: 487)


Αναδημοσιευσα Απο Εpapanis blogspot gr