Σουβλάκια την Παρασκευή.
Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1980. Ο Πατήρ Γαβριήλ ζούσε σε ένα μικρό ξύλινο καλυβάκι στη γυναικεία Ιερά Μονή Σαμταβρό. Ορισμένες μοναχές τον κατέκριναν. Μια φορά ο Πατήρ Γαβριήλ εξαφανίστηκε από το Μοναστήρι.
Μετά από δύο-τρείς βδομάδες, από την Τιφλίδα ήρθε η είδηση ότι ο Πατήρ Γαβριήλ είναι βαριά άρρωστος. Οι Μοναχές που τον κατέκριναν κυριεύτηκαν από μεταμέλεια: εμείς τον κατακρίναμε, και τι δε λέγαμε για αυτόν, αλλά αυτός τελικά χρειάζεται την υποστήριξη και την βοήθειά μας. Έτσι αποφασίστηκε να ταξιδέψουν στην Τιφλίδα, στο Ναυτλούγκι, για να επισκεφτούν τον Πατέρα Γαβριήλ.
Δύο μέρες ετοιμάζονταν με επιμέλεια. Μια Μοναχή, που μέχρι πρότινος τον κατέκρινε πιο πολύ από όλες, έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γέμισαν αρκετές τεράστιες τσάντες με διάφορα φαγητά και άλλα απαραίτητα για έναν άρρωστο πράγματα και ξεκίνησαν για την Τιφλίδα. Πήραν και εμένα ως έναν από τους φοιτητές.
Στο δρόμο αυτές μοιρολογούσαν για την αρρώστια του Πατέρα Γαβριήλ. Εμένα με εξέπληξε αυτή τους η μεταμόρφωση. Τελικά φτάσαμε στο σπίτι του Πατέρα Γαβριήλ. Μας δέχτηκε με χαρά, αλλά φαινόταν λίγο ταραγμένος. Οι Μοναχές τον ρωτούσαν για την υγεία του. Κάπου-κάπου μονολογούσαν απολογητικά που τον κατέκριναν χωρίς λόγο.Ο Πατήρ Γαβριήλ μόνο χαμογελούσε.
Ξαφνικά μέσα σε όλα αυτά τα δάκρυα της μεταμέλειας, ακούστηκε η φωνή του Πατέρα Γαβριήλ να καλεί μια γυναίκα. Σε αυτό ανταποκρίθηκε μια γειτόνισσα, η οποία, σχεδόν χορεύοντας, εμφανίστηκε με ικανοποίηση κρατώντας σουβλάκια στα χέρια.
– Κοίτα, Γαβριήλ, τι ωραία που έγιναν τα σουβλάκια! Όπως ακριβώς μου τα ζήτησες! – και, τραγουδώντας ένα λαϊκό τραγούδι, κατευθύνθηκε προς εμάς.
Ο Πατήρ Γαβριήλ της έκανε νοήματα να φύγει, αλλά αυτή δεν κατάλαβε και στεναχωρημένη, μουρμούρισε:
– Αφού ο ίδιος μου είπες να τα ψήσω και να σου τα φέρω όταν μου φωνάξεις! – και, πληγωμένη, έφυγε.Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τι έγινε με τις Μοναχές.
«Εμείς νομίζαμε ότι είναι άρρωστος και ότι χρειάζεται συμπαράσταση, αλλά αυτός παρηγορείται με σουβλάκια, Παρασκευή, ημέρα Νηστείας!».
Οι Μοναχές που μόλις πριν λίγο μοιρολογούσαν με τόση συμπόνια, άρχισαν να τον κατακρίνουν και πάλι και, αγανακτισμένες, έφυγαν .
Εγώ ήθελα να μείνω, αλλά ήμουν αναγκασμένος να τις ακολουθήσω. Ο Πατήρ Γαβριήλ, όταν παρατήρησε αυτήν την αμφιταλάντευση, μου ψιθύρισε στο αυτί πριν βγω:
– Ε, Αρτσίλ, δεν ήταν όμορφο το πείραγμα που τους έκανα; Τι λες;
Αυτό το περιστατικό μου θυμίζει μια διήγηση από το Γεροντικό:
«Σε ένα Μοναστήρι έξω από την Αλεξάνδρεια Ασκήτευε ένας δημοφιλής Μοναχός. Ήταν Μεγάλη Σαρακοστή. Ο Διοικητής της Αλεξάνδρειας αποφάσισε να επισκεφτεί τον Γέροντα. Ο Όσιος, όντας προικισμένος με το χάρισμα της προορατικότητας, είχε λάβει πληροφορία για την επίσκεψη. Ζήτησε από έναν Δόκιμο να του φέρει τυρί και ψωμί. Ο ίδιος κάθισε στις πύλες της πόλης και περίμενε τον υψηλό επισκέπτη.
Όταν ο Αξιωματούχος εμφανίστηκε, ο Γέροντας πήρε από το δόκιμο το τυρί και το ψωμί και άρχισε να τρώει. Ο Αξιωματούχος πλησίασε το Μοναχό, τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και είπε στους αυλικούς που τον συνόδευαν: «Είναι αυτός που τον επαινούσαν τόσο πολύ; Εγώ Νηστεύω πιο αυστηρά από αυτόν. Αφού τρώει τυρί τη Μεγάλη Σαρακοστή». Και, κατακρίνοντας το Γέροντα, γύρισε την πλάτη και έφυγε.
Ο Δόκιμος δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί και ρώτησε το Γέροντα: «Πάτερ, γιατί το έκανες αυτό; Απέρριψες έναν άνθρωπο που είχε έρθει στην έρημο για Πνευματική τροφή!»
«Ευλογημένε», – του είπε ο Γέροντας, – «αν ήταν έτσι, το τυρί και το ψωμί δε θα ήταν εμπόδιο για εκείνον. Όταν ήρθε εδώ, ήθελε να υπογραμμίσει πόσο σεμνός είναι: ένας Διοικητής της πόλης καταδέχεται και επισκέπτεται κάποιον Μοναχό στην έρημο. Αλλά αυτή η Σαλή μου πράξη ξεμπρόστιασε την προσποιητή αρετή του».
Από το βιβλίο:
«Ο τελευταίος ανάμεσα στους πρώτους. Ο Όσιος Ομολογητής Γαβριήλ». Εκδόσεις της Ιεράς Μονής Υπαπαντής, 2021.
Μιχάλης Αντωνιάδης