ΕΝΑ πρωί, μετὰ τὴν Ἀκολουθία, πῆγε στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Χρυσολεόντισσας στὴν Αἴγινα ἕνας ἡλικιωμένος ἄνθρωπος, ποὺ κρατοῦσε δύο πολὺ μεγάλες λαμπάδες.
Μόλις ἀντίκρυσε τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Χρυσολεόντισσας, τὴν ἀγκάλιασε καὶ κλαίγοντας μὲ λυγμοὺς εὐχαριστοῦσε τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ἡ Μοναχὴ Χρυσαφένια, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, τὸν ρώτησε τί τοῦ συμβαίνει καὶ αὐτὸς κλαίγοντας τῆς εἶπε, ὅτι ὁ ἴδιος μαζὶ μὲ πολλοὺς ἐργάτες εἶχε βρεθεῖ στὴν πυρκαγιὰ τοῦ Τατοΐου. Τοὺς εἶχαν δώσει φτυάρια νὰ χτυποῦν, γιὰ νὰ σβήσει ἡ φωτιά.
Ξαφνικά, ἔχασε τοὺς ἐργάτες καὶ βρέθηκε μόνος του, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ φύγει. Τὸν εἶχε περικυκλώσει ἡ φωτιὰ καὶ ἀπὸ τὸν καπνὸ δὲν ἔβλεπε τίποτα. Ἔμεινε τότε ὄρθιος στηριζόμενος στὸ φτυάρι του καὶ περίμενε νὰ καεῖ.
Ἐκείνη τὴν τραγικὴ στιγμή, εἶδε μπροστά του δύο ἄσπρα χέρια καὶ ἄκουσε μιὰ γλυκιὰ φωνὴ νὰ τὸν ρωτάει:
− Γιατί κάθεσαι ἐδῶ, θέλεις νὰ καεῖς;
Ἐκεῖνος ἀπάντησε:
− Τὸ γνωρίζω, θὰ καῶ, ἀλλὰ δὲν μπορῶ, δὲ βλέπω νὰ φύγω.
Τότε τοῦ ἔδωσε ἕνα ξύλο καὶ τοῦ εἶπε:
− Πάρε αὐτὸ τὸ ξύλο, χτύπησε τρεῖς φορὲς τὴ φωτιὰ καὶ θὰ σβήσει.
Ἐκεῖνος τὴ ρώτησε ποιά εἶναι καὶ τοῦ ἀπάντησε:
− Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Αἰγίνης, στὸ βουνὸ ψηλά, ἡ Παναγία.
Στὴ συνέχεια, χτύπησε τρεῖς φορὲς τὴ φωτιά, ὅπως τοῦ εἶχε πεῖ, καὶ ἡ φωτιὰ ἔσβησε. Οὔτε φωτιά, οὔτε καπνὸς ἔμεινε.
Ἡ Παναγία ἡ Χρυσολεόντισσα τὸν εἶχε σώσει ἀπὸ βέβαιο θάνατο.
Ὅταν ἀργότερα συνάντησε τοὺς ἐργάτες, παραπονέθηκε γιατὶ τὸν ἄφησαν καὶ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν ὅτι τὸν φώναζαν καὶ δὲν ἄκουγε.
Αὐτὸ τὸ μεγάλο Θαῦμα τῆς Παναγίας τῆς Χρυσολεόντισσας, ποὺ ἔγινε τὸ 1956, τὸ διηγήθηκε στὸ Μοναχὴ Χρυσαφένια
ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ ἔζησε καὶ πρόσθεσε:
«Νὰ γιατί, Μοναχή, κλαίω. Ἦλθα νὰ εὐχαριστήσω τὴ γλυκιά μας Παναγία ποὺ μὲ ἔσωσε καὶ νὰ τῆς ἀνάψω ἕνα κεράκι».
Μὲ πολὺ κόπο καὶ μὲ τὶς παρακλήσεις τῆς Μοναχῆς δέχθηκε νὰ πιεῖ ἕνα καφεδάκι. Ἕως ὅτου ὅμως οἱ Ἀδελφὲς ἑτοιμάσουν ἕνα πρόχειρο πρόγευμα, εἶχε ἐξαφανιστεῖ ἀνάμεσα στὰ σκοῖνα…
Μιχάλης Αντωνιάδης