Γέροντα, τί μπορεῖ νὰ κεντήση ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι ἀδιάφορος, γιὰ νὰ ἀρχίση νὰ ζῆ πνευματικά;
– Πολλὰ μποροῦν νὰ τὸν κεντήσουν, ὅταν ὁ ἴδιος θέλη νὰ προχωρήση. Ἀλλά,ἂν ὁ ἴδιος δὲν θέλη νὰ προχωρήση, ἁπλῶς θὰ γεμίση πληγὲς ἀπὸ τὸ κέντημα, σὰν μερικὰ βόδια ποὺ τὰ κεντᾶς μὲ τὴν βουκέντρα, γιὰ νὰ πᾶνε πιὸ γρήγορα, ἀλλὰ δὲν προχωροῦν· μόνον πληγώνονται ἀπὸ τὴν βουκέντρα καὶ δουλειὰ πάλι δὲν βγάζουν.
– Γέροντα, ἂν κάποιος ἔχη καλὴ διάθεση καὶ τὸν κεντᾶς, δὲν θὰ βοηθήση καὶ ὁ Θεός, ὥστε κάτι νὰ κάνη;– Ναί, θὰ βοηθήση καὶ ὁ Θεός, ἀλλὰ μὲ ἕνα κέντημα πρέπει νὰ τρέξη. Ἀλλιῶς κουράζεται κι ἐκεῖνος ποὺ τὸν κεντάει. Ὅταν σκαλώνη κανεὶς συνέχεια στὰ ἴδια, γιατὶ δὲν θέλει νὰ διορθωθῆ, εἶναι πολὺ κουραστικὸ γιὰ τὸν ἄλλον ποὺ προσπαθεῖ νὰ τὸν βοηθήση.Ἂν δὲν μπῆ στὸν ἄνθρωπο ἡ καλὴ ἀνησυχία, γιὰ νὰ παίρνη στροφὲς καὶ νὰ δουλεύη πνευματικά, δὲν μπορεῖ νὰ κάνη προκοπὴ πνευματική· μένει τετράγωνη ρόδα καὶ θέλει κάθε τόσο σπρώξιμο. Δίνεις μιά,«γκάπ», σταματάει· τοῦ ξαναδίνεις μιά,«γκάπ», πάλι σταματάει. Πῶς νὰ πάη ἔτσι μπροστά; Ἂν ἔχη νὰ κάνη μιὰ μακρινὴ πορεία, γίνεται μὲ σπρώξιμο νὰ τὴν φέρη σὲ πέρας; Καὶ ἡ πνευματικὴ πορεία εἶναι μακρινή· δὲν εἶναι ἑκατὸ ἢ διακόσια μέτρα, γιὰ νὰ τὸν σπρώξουν καὶ νὰ προχωρήση.
– Γέροντα, πῶς προκαλεῖται ἡ καλὴ ἀνησυχία;– Ἂς ὑποθέσουμε, διαβάζω ἕνα πνευματικὸ βιβλίο καὶ μοῦ κάνει ἐντύπωση κάποιο σημεῖο. Σταματάω ἐκεῖ – σὰν νὰ βρίσκω ἕνα πετράδι καὶ θέλω νὰ δῶ τί εἶναι –καὶ τὸ μελετῶ. Καθρεφτίζω σ ̓ αὐτὸ τὸν ἑαυτό μου, ρωτάω μετὰ ἂν τὸ κατάλαβα σωστὰ καὶ προσπαθῶ νὰ τὸ ἐφαρμόσω. Στὴν συνέχεια ρωτάω ἂν τὸ ἐφάρμοσα σωστά.Ἔτσι σιγὰ‐σιγὰ μαθαίνω νὰ προχωράω σωστὰ στὴν πνευματικὴ ζωή. Ποιός μοῦ εἶχε μιλήσει ἐμένα γιὰ Ἀββᾶ Ἰσαάκ; Ἕνας μπακάλης μοῦ τύλιξε μιὰ φορὰ μιὰ ρέγκα σὲ ἕνα φύλλο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη». Ὅταν τὴν ξετύλιγα, ἔπεσε τὸ μάτι μου στὸ κείμενο ποὺ ἦταν γραμμένο στὸ χαρτί. Ἦταν ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Τὸ πῆρα, τὸ στέγνωσα στὸν ἥλιο, τὸ διάβασα καὶ μὲ διέλυσε. Μὲ τὴν ἀνάγνωση αὐτὴν πέρασα ἕναν χρόνο· τὸ διάβαζα‐τὸ ξαναδιάβαζα, κι ἔτσι ἀγάπησα τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ.Ἀναρωτήθηκα ἂν ὑπάρχει βιβλίο. Ἔψαξα καὶ τρόμαξα νὰ βρῶ καὶ νὰ πάρω τὸ βιβλίο στὰ χέρια μου. Κι ἐσεῖς τόσα καὶ τόσα διαβάζετε· δὲν σᾶς κάνει κάτι ἐντύπωση; Αὐτὸ ποὺ σᾶς κάνει ἐντύπωση νὰ τὸ ἀντιγράφετε. Ἂν τὸ ἀντιγράψετε καὶ τὸ φέρνετε συχνὰ στὸν νοῦ σας, δὲν θὰ τὸ ξεχάσετε εὔκολα καὶ θὰ τὸ ἐφαρμόσετε.Σὲ μερικοὺς λέω ἕνα‐δυὸ λόγια καὶ ἀμέσως γυαλίζουν τὰ μάτια τους. Τὰ σημειώνουν σὲ ἕνα τόσο δὰ χαρτάκι, τὰ ἐφαρμόζουν καὶ προχωροῦν παραπέρα.«Δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται»266, δὲν λέει ὁ Σολομών; Καὶ ἄλλοι, ἂν καὶ ἔχουν ἀκούσει ἕνα σωρὸ καὶ ἔχουν βοηθηθῆ πολύ, δὲν κάνουν τίποτε, γιατὶ δὲν μπῆκε μέσα τους ἡ καλὴ ἀνησυχία. Ἔρχονται καὶ μοῦ κάνουν ἁπλῶς μιὰ ἔκθεση τῆς καταστάσεώς τους, χωρὶς νὰ ἔχουν τὴν καλὴ ἀνησυχία γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦν. Αὐτὸ εἶναι μιὰ ρηχὴ κατάσταση. Ἀπορῶ! Δὲν προβληματίζονται στὴν πνευματικὴ ζωή;
Δὲν ἔχουν ἐρωτηματικά; Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μπαίνει στὸν ἄνθρωπο ἡ καλὴ ἀνησυχία, παρατηρεῖ τί τοῦ λείπει, ρωτάει πῶς θὰ τὸ ἀποκτήση καὶ ὠφελεῖται. Πῶς θὰ μάθη κανείς, ἅμα δὲν ρωτάη; Ταξίδευα μιὰ φορὰ μὲ ἕνα ἀνδρόγυνο ποὺ εἶχαν μαζί τους καὶ τὸ παιδάκι τους.Τὸ παιδάκι σὲ ὅλη τὴν διαδρομὴ δὲν ἄφησε ἥσυχο τὸν πατέρα του μὲ τὶς ἐρωτήσεις του.«Μπαμπά, ἐκεῖνο τί εἶναι; μπαμπά, ἐκεῖνο γιατί;».«Πάψε, τὸν ζάλισες τὸν πατέρα σου», τοῦ λέει ἡ μάνα.«Ἄσ ̓ το τὸ παιδί, λέει ἐκεῖνος· ἂν δὲν ρωτήση, πῶς θὰ μάθη;». Ἔτσι καὶ στὰ πνευματικά.Γιὰ νὰ καταλάβετε πιὸ καλὰ πῶς ἐργάζεται πνευματικὰ αὐτὸς ποὺ ἔχει καλὴ ἀνησυχία, θὰ ἔπρεπε νὰ σᾶς πῶ τί θέματα ἀπασχολοῦν ἐδῶ μιὰ ἀδελφή. Τὴν βλέπω καὶ τὴν χαίρομαι. Σὲ κάθε ἐρώτηση ποὺ μοῦ κάνει, ἀπὸ καλὴ ἀνησυχία καὶ ὄχι γιὰ νὰ βρισκώμαστε σὲ συζήτηση, χρειάζεται νὰ γράψω ὁλόκληρο τετράδιο, γιὰ νὰ τῆς ἀπαντήσω. Ἔχει μεγάλη καλὴ ἀνησυχία, πιάνει πολλά,ἀγωνίζεται πολύ, γι ̓ αὐτὸ καὶ χαριτώνεται πολύ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ψάχνη νὰ βρῆ ποῦ δὲν πηγαίνει καλὰ καὶ προσπαθῆ νὰ διορθωθῆ, ταπεινώνεται, ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα προχωράει κανονικά.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’«Πάθη καὶ Ἀρετὲς» ‐ 166 ‐
Μιχάλης Αντωνιάδης