Τέτοιοι άνθρωποι ήταν αυτοί που μας ελευθέρωσαν.
Γιά νά τόν τιμήσουνε τόν Μακρυγιάννη τόν κάναν αρχηγό τής Αστυνομίας τής Αθήνας. Αυτός ήταν υπεύθυνος για τις κλοπές κτλ.
Μια ημέρα, σ΄ ένα παζάρι ένα Σάββατο τον καλούνε, και του λέει, έλα πιάσαμε έναν κλέφτη.
Του λέει του κλέφτη:
- Ρε έκλεψες;
–Όχι, λέει αυτός.
–Ρε πες το με το καλό για να μη σε δείρω και το πεις με το ζόρι.
–Όχι, λέει, δεν έκλεψα.
–Ρε πες το με το καλό, θα σε δείρω και θα σε γυρίσω ανάποδα και θα φανεί η φουστανέλα. Πες που τα ‘χεις τα λεφτά.
–Άκουσε, λέει, θα στο πω. Ναι. Έκλεψα.
–Πού τα ‘χεις τα λεφτά;
–Να, λέει.
Τα έβγαλε και του τ’ άφησε.
–Εντάξει, του λέει. θέλεις ωρέ να σε σώσω και να μην ξανακλέψεις ποτέ;
–Θέλω, του λέει.
–ΕΛΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ.
Δεν τον πήγε στην φυλακή, τον πήρε στο σπίτι του.
Πόσα παιδιά είχε;
Δώδεκα.
–Βάλε γυναίκα να φάμε.
Και ήταν ένα τραπέζι μεγάλο και καθόταν αυτός στην αρχή, η γυναίκα απέναντι, είχε 6 παιδιά από ‘δω, έξι από ‘κει.
Του λέει του ενός, σήκω από εκεί, τον βάζει αυτόν στα δεξιά του. Ό,τι είχανε έφαγε.
Βάζει ένα παιδί ο Μακρυγιάννης όρθιο και του λέει, όση ώρα τρώμε θα λες,
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ.
Δηλαδή, όση ώρα έτρωγε η οικογένειά του είχε ένα παιδάκι του όρθιο, εναλλάξ κάθε φορά, και έλεγε το ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ.
Δεν μιλάγανε.
Το καταλαβαίνετε;
Λέγανε αυτήν την ευχή του Δαυίδ του βασιλέως,
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ.
Λέει αυτός, καλά θα περάσουμε.
-Χμχμ, του λέει, την συγχώρεση την πήρες αλλά τον Κανόνα θα τον κάνεις.
Κάθε Σαββάτο θα σε πηγαίνω στο παζάρι, για τρία Σάββατα.
Θα σου κρεμάσω μια ταμπέλα εδώ που θα λέει, «είμαι κλέφτης συγχωρέστε με αδελφοί» και θα σε περνάω από το παζάρι να σε βλέπει ο κόσμος να σε δείρει και να σε φτύνει.
Το Σαββάτο το βράδυ σπίτι μου θα πλένεσαι, μια βδομάδα θα τρως και θα πίνεις μαζί μου, και το άλλο Σαββάτο ξανά και το άλλο Σαββάτο ξανά.
Δηλαδή προσέξτε.
Βρήκε και τον φιλανθρωπικό τρόπο, και να αποκαταστήσει το δίκιο -έδωσε τα λεφτά το άλλο Σαββάτο σε αυτόν που του τα είχε κλέψει-,
αλλά τον πήρε στο σπίτι του.
Δεν φοβήθηκε.
Τον πήρε στο σπίτι του τον κλέφτη για να του πει, κοίταξε αδελφέ μου είσαι σαν κι εμένα, τον Κανόνα όμως θα τον κάνεις.
Είσαι σαν κι εμένα, σ’ αγαπάω ρε, σαν κι εμένα σ’ έχω μάτια μου, αλλά τον Κανόνα της κλεψιάς πρέπει να τον κάνεις.
Περάσανε 20 χρόνια.
Γέρος ο Μακρυγιάννης, τον στείλανε να κάνει μία επίσκεψη στο Ναύπλιο.
Και πάει ένας κύριος πενηντάρης και του λέει,
–Θέλετε να έλθετε σπίτι μου να σας περιποιηθώ;
–Θα ‘ρθω, του λέει.
Πάει στο σπίτι του ανθρώπου και βλέπει ένα τραπέζι με εφτά παιδιά.
Και είχε στη γωνία ένα κι έλεγε:
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ.
-Του λέει, ρε ποιος είσαι εσύ;
–ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΟΥ ΜΕ ΕΣΩΣΕΣ.
Εγώ είμαι ο κλέφτης που με πήρες και με δίδαξες.
Με πήρες στο σπίτι σου και έμαθα πως τρώνε και προσεύχονται.
Και με έκανες να μάθω ότι πρέπει να έχω την τίμια δουλειά με τα χεράκια μου.
Και ήλθα εδώ σε αυτήν την πόλη και είδα από σένα πως έκανες και πήρα από εσένα αυτήν την οδηγία και πήρα κι εγώ ένα ένα μικρό περιβολάκι και ζω την οικογένειά μου.
Και έχω εφτά παιδάκια και επειδή είδα πως έβαζες ένα παιδί σου να προσεύχεται, βάζω κι εγώ το παιδί μου και προσεύχεται και λέει,
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ ΤΟΝ ΑΜΑΡΤΩΛΟ..
ΥΓ
Ο Μακρυγιάννης ἔκανε 3.000 στρωτὲς μετάνοιες κάθε βράδυ, ἄς εἶχε πληγὲς ἀνοιχτὲς ἀπὸ τὶς λαβωματιὲς τοῦ πολέμου, κι ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ δεῖ πολλὰ ὁράματα, μὲ τὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ πολλοὺς Ἁγίους...