Η Σούπα του Ξένου..

13/12/25

 Η Σούπα του Ξένου..


Ήταν λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, σε ένα μικρό χωριό σκεπασμένο με χιόνι. Οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να κλείνονται στα σπίτια τους, να ετοιμάζουν γιορτινά τραπέζια, να στολίζουν και να σκέφτονται τι δώρα θα ανταλλάξουν.

Ένα απόγευμα, έφτασε στο χωριό ένας ξένος. Ήταν κουρασμένος, παγωμένος, φορούσε ένα παλιό παλτό και κρατούσε μόνο ένα μικρό ταγάρι. Χτύπησε την πρώτη πόρτα και είπε:

- «Καλή σας μέρα. Μήπως έχετε λίγο φαγητό;»

Η νοικοκυρά κοίταξε το άδειο καλάθι της και απάντησε:

- «Δυστυχώς, δεν περισσεύει τίποτα..»

Και του έκλεισε ευγενικά την πόρτα.

Το ίδιο συνέβη και στο δεύτερο σπίτι, και στο τρίτο.

Οι άνθρωποι δεν ήταν κακοί, μόνο φοβισμένοι ότι δεν έχουν αρκετά.

Ο ξένος δεν παραπονέθηκε. Πήγε στην πλατεία, έβγαλε από το ταγάρι του ένα παλιό, αλλά καθαρό σιδερένιο καζάνι, έβαλε μέσα λίγο νερό και άναψε μια μικρή φωτιά. Έπειτα έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό, λείο βότσαλο και το έριξε μέσα.

Οι χωριανοί τον παρατηρούσαν από τα παράθυρά τους. Ένας παππούς πλησίασε διστακτικά.

- «Τι κάνεις εκεί, ξένε;»

- «Φτιάχνω την περίφημη.. σούπα από βότσαλο!! Θέλει μόνο νερό, φωτιά.. και αυτό το Θαυματουργό βότσαλο. Βέβαια, αν είχα ένα μικρό κομμάτι καρότο, θα γινόταν ακόμη πιο νόστιμη.»

Ο παππούς γύρισε σπίτι, έφερε ένα καρότο. Ο ξένος το έκοψε και το έριξε μέσα. Η μυρωδιά άρχισε να αλλάζει.

Ήρθε μια γυναίκα:

- «Αν είχατε λίγο κρεμμύδι, ίσως..»

Κι έφερε ένα κρεμμύδι.

- «Ξένε, μια πατάτα θα βοηθούσε;» ρώτησε ένας νεαρός.

-«Θα την έκανε υπέροχη!»

Και πρόσθεσαν πατάτες.

Με την ώρα, ντροπαλά, διστακτικά, οι χωριανοί έφερναν ό,τι είχαν: λίγο λάδι, λίγα φασόλια, λίγο ρύζι, ένα κομμάτι κρέας. Κανείς μόνος του δεν είχε αρκετό για σούπα. Μα όλοι μαζί είχαν παραπάνω από αρκετά.

Το καζάνι σιγόβραζε και η μυρωδιά γέμισε την πλατεία.

Ο ξένος χαμογέλασε και είπε:

- «Βλέπετε; Το βότσαλο κάνει θαύματα.. όταν οι καρδιές ανοίγουν.»

Όταν η σούπα ήταν έτοιμη, μοιράστηκε σε όλους. Δεν υπήρξε άνθρωπος που να έφαγε μόνος του εκείνο το βράδυ. 

Γύρω από τη φωτιά, άνθρωποι που πριν ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους γελούσαν μαζί, μοιράζονταν ιστορίες, ζέσταιναν όχι μόνο το σώμα αλλά και την καρδιά.

Ένα μικρό κορίτσι πλησίασε τον ξένο και του είπε:

- «Κύριε, πού θα πάτε τώρα; Θέλετε να μείνετε στο σπίτι μας;»

Ο ξένος της χαμογέλασε:

- «Ευχαριστώ, μικρή μου. Αλλά υπάρχουν κι άλλα χωριά που περιμένουν να μάθουν το μυστικό της σούπας από βότσαλο.»

Τότε ένας χωρικός τον ρώτησε:

-«Πες μας.. το βότσαλο είναι στ’ αλήθεια Θαυματουργό;»

Ο ξένος πήρε το βότσαλο, το σήκωσε στο φως της φωτιάς. Ήταν απλό, σαν όλα τα άλλα.

- «Το Θαύμα δεν είναι στο βότσαλο,» είπε. «Το Θαύμα είναι όταν ο ένας προσφέρει στον άλλον. Μια καρδιά κλειστή δεν χορταίνει ποτέ. Μια καρδιά ανοιχτή γεμίζει την πλάση.»

Οι χωριανοί συγκινήθηκαν.

- «Τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο για να στολίζουμε τα σπίτια μας,» συνέχισε. «Είναι για να στολίζουμε τις ψυχές μας. Κι αυτό γίνεται με αγάπη, με προσφορά, με τη ζεστασιά ενός πιάτου φαγητού προς τον άλλον.»

Άφησε το βότσαλο μέσα στο καζάνι και ετοιμάστηκε να φύγει.

Ο παππούς είπε τότε:

- «Το βότσαλο θα μείνει εδώ. Για να μην ξεχάσουμε ποτέ ότι κανείς δεν πρέπει να μένει πεινασμένος στο χωριό μας.»

Και έτσι έγινε.

Κάθε χρόνο, λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, οι χωριανοί έφτιαχναν όλοι μαζί μια μεγάλη σούπα και τη μοίραζαν σε όποιον είχε ανάγκη  ξένο ή γνωστό, φτωχό ή πλούσιο, δεν είχε σημασία.

Ο ξένος χάθηκε μέσα στο χιόνι. Κανείς δεν τον ξανάδε.

Αλλά όλοι ήξεραν πως είχε αφήσει πίσω του κάτι πιο πολύτιμο από δώρα:

είχε αφήσει το Πνεύμα της Αληθινής Χριστουγεννιάτικης Αγάπης!!


Μιχάλης Αντωνιάδης