Σήκω τὴν Κυριακὴ νὰ πᾶς στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ὑμνήσεις τὸν Θεό...
Κάτω στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἦταν μιὰ πόλη ποὺ ὀνομαζόταν Σιχάρ. Κατοικοῦνταν ἀπὸ Σαμαρεῖτες. Οἱ Ἰουδαῖοι μισοῦσαν τοὺς Σαμαρεῖτες. Τοὺς θεωροῦσαν νόθα παιδιά. Οὔτε στὰ σπίτια τους πήγαιναν, οὔτε τὰ κορίτσια τους παίρνανε, οὔτε ἕνα ποτήρι νερὸ πίνανε ἀπὸ αὐτούς, οὔτε καλημέρα ἢ καλησπέρα δὲν τοὺς λέγανε. Δὲν περνούσανε οὔτε ἀπὸ τὰ χωράφια τους. Κι ἂν τύχαινε νὰ περάσει κανεὶς τίναζε τὰ παπούτσια του.
Ὁ Χριστὸς ὅμως, μπῆκε στὴ Σαμάρεια. Οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πόλεως δὲν εἴχανε ἀκούσει τίποτα γιὰ τὸν Χριστό. Δὲν ξέρανε τίποτα γιὰ τὸν Χριστό. Ποιός τοὺς ἔφερε κοντά Του; Οὔτε παπᾶς, οὔτε δεσπότης, οὔτε ἱεροκήρυκας, ἀλλὰ μιὰ γυναῖκα.
Μήπως αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἤτανε καμιὰ δασκάλα, καμιὰ καθηγήτρια, καμιὰ μορφωμένη ποὺ ἤξερε πολλὰ γράμματα; Ὄχι. Ἦταν μιὰ ἀγράμματη καὶ μάλιστα ἁμαρτωλὴ γυναῖκα. Ἦταν ἕνα κάρβουνο τοῦ διαβόλου καὶ ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε διαμάντι. Τί μεγάλα θαύματα κάνει ὁ Χριστός! Καὶ σήμερα σὲ ὅλες τὶς 'Εκκλησίες αὐτὴ τὴν γυναῖκα τὴν ἀγράμματη καὶ ἁμαρτωλὴ τὴν τιμοῦμε ὅλοι. Αὐτὴ μόλις γνώρισε τὸν Χριστὸ ἔτρεξε καὶ εἶπε: - Ἐλᾶτε συγχωριανοί μου νὰ δεῖτε κάποιον, ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς μου. Μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός.
'Ἔτρεξε ὅλο τὸ χωριὸ καὶ δὲν χόρταινε νὰ ἀκούει τὰ λόγια του. Ἔπεσαν στὰ πόδια του παρακαλῶντας νὰ μείνει κοντά τους. Καὶ ἔμεινε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ δυὸ μέρες. Καὶ πίστεψε ὅλο σχεδὸν τὸ χωριό τους.
Καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τί ἔγινε; Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ πίστεψε στὸν Χριστὸ ἄλλαξε ζωή. Ἀπὸ Σαμαρείτισσα ἔγινε Φωτεινή. Ἀπὸ σκοτάδι ἔγινε φώς, ἀπὸ σκοτεινὴ ἔγινε φωτεινή. Καὶ τί ἔκανε; Τὰ ἄφησε ὅλα, πῆρε ἕνα ραβδὶ καὶ περπατοῦσε σὲ βουνὰ καὶ ρεματιὲς κηρύττοντας τὸ Χριστὸ μὲ φλόγα. Ὅταν ἔλεγε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔκλαιγε. Μετὰ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ πῆγε σὲ πολλὰ μέρη. Κατέληξε στὴ Σμύρνη. Καὶ ἐκεῖ κήρυξε τὸ Χριστό, καὶ βαπτισθήκανε πολλοὶ καὶ ἔγιναν χριστιανοί. Γιὰ αὐτὸ οἱ Σμυρνιῶτες κτίσανε πρὸς τιμήν της τὴν πιὸ ὄμορφη 'Εκκλησία ποὺ ὑπῆρχε στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ἦταν ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινούπολης. Στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης τὸ 1922, καὶ μετὰ ἔβαλαν φωτιὰ οἱ Τουρκαλᾶδες καὶ τὴν ἔκαψαν. Δὲν ὑπάρχει πιά.
Ποιός λοιπὸν ἔφερε τόσο κόσμο στὸν Χριστό; Μιὰ γυναῖκα, ἡ 'Αγία Φωτεινή. Γιὰ αὐτό, ὅτι ἔκανε ἡ 'Αγία Φωτεινὴ νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς. Μπά, θὰ μοῦ πεῖτε, νὰ ἀφήσουμε τὰ σπίτια μας, τὰ χωράφια μας καὶ τὶς δουλειές μας, νὰ πάρουμε ἕνα ραβδὶ καὶ νὰ τρέχουμε γιὰ νὰ κηρύττουμε τὸ Χριστό; Μὰ τρελάθηκες ; Ἔχουμε γυναῖκα καὶ παιδιά...
Δὲν σοῦ λέω νὰ πᾶς νὰ κηρύξεις τὸ Χριστὸ κάτω στὸ Νεῖλο ποταμὸ καὶ στὶς Ἰνδίες. Ἐδῶ στὸ χωριό σου καὶ στὴν πόλη σου νὰ τὸν κηρύξεις. Θὰ μοῦ πεῖς :
Μὲ ποιό τρόπο;
Θὰ σοῦ πῶ. Ἀπὸ τὸ πρωὶ ποὺ σηκώνεσαι μέχρι τὸ βράδυ ἡ γλῶσσα σου δὲν σταματᾶ. Κουβεντιάζεις μὲ τὴ γυναῖκα σου, μὲ τὰ παιδιά σου, μὲ ὅλους. Κουβεντιάζεις στὸ καφενεῖο, στὴν πλατεῖα, παντοῦ. Ἂν μετρήσω τὶς λέξεις ποὺ λὲς ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ, εἶναι χίλιες λέξεις. Ἂν ψάξω μέσα στὶς χίλιες αὐτὲς λέξεις, θὰ βρω τὸ διαμάντι; Γιατί οἱ λέξεις ποὺ λένε οἱ ἄνθρωποι εἶναι χαλίκια καὶ ἄμμος. Διαμάντι εἶναι ὁ Χριστός. Εἶπες μιὰ λέξη γιὰ τὸ Χριστό;
Σ’ αὐτὴ τὴν κατάντια φτάσαμε, νὰ ἀκούγεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας μόνο στὶς βλαστήμιες.
Γιὰ καλὸ ἡ λέξη Χριστὸς δὲν βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη σου.
Κουβεντιάζεις γιὰ ὅλα, γιὰ τὰ γίδια, γιὰ τὰ χωράφια, γιὰ τὰ λεφτά, γιὰ τὶς καταθέσεις, γιὰ τὶς παντρειὲς καὶ τὰ διαζύγια... Γιὰ τὸν Χριστὸ μιλᾶ.
Τὸ νὰ μὴ μιλᾶς γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ σοῦ δίνει τὸ φώς, τὸν ἀέρα, τὸ ψωμί, τὰ πάντα, εἶναι ἁμαρτία, ἀχαριστία.
Ὅπως λοιπὸν ἡ 'Αγία Φωτεινὴ μιλοῦσε γιὰ τὸν Χριστό, ἔτσι νὰ μιλᾶς καὶ ἐσὺ γιὰ Αὐτόν.
Νὰ μιλᾶς μέσα στὸ σπίτι. Εἶσαι πατέρας; Ὅταν βραδιάζει φώναξε τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου καὶ μίλα τους γιὰ τὸν Χριστό. Πᾶρε καὶ διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο.
Θὰ πεθάνεις μιὰ μέρα καὶ ὅλα θὰ τὰ ξεχάσουν τὰ παιδιὰ καὶ τὰ λεφτὰ καὶ τὰ πλούτη. Ἕνα δὲν θὰ ξεχάσουν ποτέ. Ὅτι τοὺς μιλοῦσες γιὰ τὸν Χριστό. Δὲν θὰ ξεχάσουν ποτὲ τὴ μάνα, τὸν πατέρα καὶ τὴ γιαγιὰ ποὺ τοὺς μιλοῦσαν γιὰ τὸν Χριστό.
Δάκρυα μοῦ ἔρχονται στὰ μάτια ὅταν θυμᾶμαι τὸ πατρικό μου σπίτι... Μᾶς μιλοῦσαν γιὰ τὸν Χριστό._
Στὴ Ρωσία ἄθεοι ἦταν. Καμπάνα δὲν χτυποῦσε, κήρυγμα δὲν ἐπιτρεπόταν, τὸ κατηχητικὸ ἀπαγορευόταν. Παιδάκι νὰ πλησιάσει παπᾶς δὲν τολμοῦσε. Στὰ σχολεῖα πολεμοῦσαν τὴν πίστη. Πῶς κρατήθηκε ἡ ἐκκλησία; Ποιός δίδασκε τὰ παιδιὰ γιὰ τὸ Χριστό; Οἱ Ρωσίδες μανᾶδες καὶ οἱ γιαγιάδες. Μακάρι νὰ πιστεύαμε ἐμεῖς ἐδῶ ὅπως ἐκεῖνες. Τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, παίρνανε τὰ παιδιά, τὰ γονάτιζαν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς κάνανε μάθημα._
Στὸ ἄθεο ἐκεῖνο καθεστὼς ἔβλεπες στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὺς καὶ δικαστὲς ποὺ πιστεύανε στὸ Χριστό. Καὶ ἀποροῦσαν οἱ ἄπιστοι, ποιός τοὺς δίδαξε τὴ θρησκεία!
Ὄχι μόνο δὲν ἔσβησε ἡ πίστη στὴ Ρωσία, ἀλλὰ καὶ θριάμβευσε. Γιατί; Γιατί ὑπῆρχαν οἱ Σαμαρείτισσες._
Πᾶρτε λοιπὸν καὶ ἐσεῖς τὰ παιδιά σας καὶ μιλῆστε τους γιὰ τὸ Χριστό.
Θὰ γεράσεις μιὰ μέρα καὶ θὰ πεθάνεις. Ἀλλὰ ὅταν σὲ θυμᾶται τὸ παιδάκι θὰ λέει: Ἂχ καλή μου μάνα ποὺ μοῦ σταύρωνες τὰ χεράκια καὶ μὲ μάθαινες τὴν προσευχή, εὐλογημένη νὰ εἶσαι!_
'Ἐγὼ δὲν σᾶς λέω νὰ πᾶτε στὴν Ἀφρικὴ καὶ νὰ κηρύξετε τὸ Χριστό, ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι σας.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεός, ὄχι γιὰ νὰ βρίζεις, νὰ καταριέσαι καὶ νὰ στέλνεις τὸ παιδί σου στὸ διάβολο, ὄχι γιὰ νὰ βλαστημᾶς καὶ νὰ κουτσομπολεύεις, ὄχι γιὰ νὰ συκοφαντεῖς καὶ νὰ αἰσχρολογεῖς. Ὄχι γιὰ νὰ κάθεσαι μὲ τὶς ὧρες στὰ καφενεῖα καὶ στὶς τηλεοράσεις καὶ νὰ συζητᾶς τὰ αἴσχη ποὺ βλέπεις.._
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεὸς γιὰ νὰ πεῖς μόλις σηκωθεῖς τὸ πρωί: Εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοῦ ἔδωσες τὸ φώς. Καὶ ὅταν ἔρθει τὸ μεσημέρι νὰ πεῖς: Σὲ εὐχαριστῶ Θεέ μου, ποὺ μοῦ ἔδωσες τὸ ψωμί. Καὶ ὅταν βραδιάζει νὰ πεῖς: Σὲ εὐχαριστῶ Θεέ μου ποὺ μὲ φύλαξες ὅλη τὴν ἡμέρα._
Σήκω τὴν Κυριακὴ νὰ πᾶς στὴν 'Εκκλησία καὶ νὰ ὑμνήσεις τὸν Θεό.
Νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ μόνο γιὰ τὸν Χριστό.
Μὲ τὴ ζωή σου καὶ τὸ παράδειγμα σου. Τότε θὰ εἶσαι Χριστιανός. Ἀλλιῶς δὲν θὰ εἶσαι Χριστιανὸς ἀλλὰ θὰ εἶσαι χειρότερος ἀπὸ τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ χειρότερος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, χειρότερος ἀπὸ ὅλους._
Εἴθε ὁ Θεὸς τὰ λίγα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε μὲ ἁπλὰ λόγια, νὰ μᾶς φωτίσει νὰ τὰ κατανοήσουμε, καὶ μιμούμενοι καὶ ἐμεῖς την Σαμαρείτισσα νὰ εἴμεθα πιστὰ καὶ ἀφοσιωμένα τέκνα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἀμήν._
Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης.
Μιχάλης Αντωνιάδης