΄Οταν ρώτησα τόν Π. Αρσένιο νά µου είπη πόσο φαγητό έτρωγαν αυτοί τήν ηµέρα
µου είπε δείχνοντας µέ τήν χούφτα του, οτι ο Γέρων ∆ανιήλ της σπηλιάς του Οσίου Πέτρου τούς είχε δώσει µέτρο φαγητού γιά µιά µέρα, όσο χωράει η χούφτα ενός ανθρώπου. «Κι εµείς, έλεγε ο Γέρων-Αρσένιος, βάζαµε µιά χούφτα παξιµάδι καί αν βρίσκαµε καί µερικά αγριόχορτα στό δάσος τά βράζαµε καί τά τρώγαµε µέ τό παξιµάδι».
-Γέροντα πού βρίσκατε τότε τό παξιµάδι;
-Στά κοινόβια Μοναστήρια οσα ψωµιά-κοµµάτια-περίσσευαν απο τήν τράπεζα των
Μοναχών ο φούρναρης τά έψηνε πάλι στόν φούρνο, δηλαδή τά έκανε παξιµάδι κι αυτά τά µοίραζαν στούς Ασκητές του Ορους.
-Καί ητο καλό αυτό τό παξιµάδι, Γέροντα;
-Καλό-κακό, οτι µας έδιναν παίρναµε. Μερικές φορές απο τήν πολυκαιρία έπιανε καί
σκουλήκια. Τό µαλακώναµε, πετούσαµε τά σκουλήκια καί τό τρώγαµε!
«Κάποια φορά, µου διηγήθηκε ο Π. Αρσένιος, µ’ έστειλε ο Γέροντάς µου, Π. Ιωσήφ σέ κάποιο Μοναστήρι νά ζητήσω παξιµάδι. Ο φούρναρης µου έδωσε ένα ολόκληρο τσουβάλι. Του είπα είναι πολύ δέν µπορώ νά ανεβάσω ένα ολόκληρο τσουβάλι στήν Σκήτη του Αγίου Βασιλείου. Εκείνος επέµενε. Τελικά υπεχώρησα καί τό πήρα. Αλλά µαζί µέ τόν ντορβά καί άλλα µικροπράγµατα, φορτίο υπεράνω των δυνάµεών µου, µέ πολλούς κόπους καί ίδρωτες τά µετέφερα στήν Σκήτη µας πεζοπορώντας. Φθάνοντας στό κελλί ανοίξαµε τό τσουβάλι καί τί νά δούµε! Ητο όλο γεµάτο σκουλήκια. Εγώ πολύ στενοχωρήθηκα καί είπα στόν Γέροντα:
-Ο ευλογηµένος, φούρναρης δέν τό έδινε καλλίτερα στά µουλάρια! Γιατί µ’ πίεσε νά τό µεταφέρω τόσο ποδαρόδροµο εδώ στήν έρηµο, πού ούτε µουλάρια έχουµε;
Ο Π. Ιωσήφ µέ καθησύχασε λέγοντάς µου οτι δέν θά τό πετάξουµε. Αυτό µας έστειλε ο Θεός, αυτό θά φάµε. Αν είµασταν άξιοι θά µας έδινε καί καλλίτερο.
-Καί τί θά κάνουµε, Γέροντα, µέ τά σκουλήκια; Ο Γέροντας σκέφθηκε αρκετά καί βρήκε τήν λύσι του προβλήµατος:
-Ακουσε, θά κάνουµε τήν µονοφαγία µας αργά τό βράδυ καί έτσι δέν θά βλέπουµε οτι τρώµε καί σκουλήκια µέ τό παξιµάδι.
Ο Π. Αρσένιος, τέλειος υποτακτικός σέ όλα, οπως του υποσχέθηκε στόν Γέροντά του, ούτε διανοήθηκε νά φέρη κάποια αντίρρησι. Ο λόγος του Γέροντά του ήτο καί λόγος καί συµβόλαιο δικό του. ∆έν είχε τήν παραµικρή αντίρρησι ή αµφιβολία ότι αυτό πού του είπε ο Π. Ιωσήφ ήτο λανθασµένο ή αδιάκριτο ή αψυχολόγητο, όπως θά λέγαµε εµείς σήµερα.
-Καί πως τό φάγατε, Γέροντα, δέν πάθατε τίποτε, δέν αρρωστήσατε;
-Γιά νά είµαι είλικρινής, µου είπε ο Γέρων-Αρσένιος, στήν αρχή δυσκολεύθηκα, πού σκεπτόµουν οτι τώρα τρώω σκουλήκια, Αλλά αφού τό είπε ο Γέροντας! ’Αλλά µετά ο Θεός, βλέποντας τήν προαίρεσί µας, τό έκανε τόσο νόστιµο πού νοµίζαµε οτι τρώγαµε γλύκισµα καί όχι χαλασµένο παξιµάδι.
Λοιπόν, έφαγαν ένα τσουβάλι παξιµάδι σκουληκιασµένο, χωρίς νά πάθουν φυσικά τίποτε. Αυτά είναι τά Θαυµατουργήµατα της Θείας Χάριτος, πού είναι καρπός της απόλυτης εµπιστοσύνης στήν Πρόνοια του Θεού!
Μοναχού
Π. Ιωσήφ ∆ιονυσιάτου,
ο Γέροντας
Αρσένιος ο Σπηλαιώτης.
Μιχάλης Αντωνιάδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου