Νίκησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος·

6/7/25

 Ο κορυφαίος Αθλητής Παύλος ο Νικήτης.

Ἡ ὥρα αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶναι ὥρα προσ­ευχῆς καὶ κηρύγματος· συνεπῶς καὶ ἡ ἐμ­­φά­νισή μας πρέπει νά ᾽ναι ἀνάλογη. Διανύουμε βεβαίως τὴν ἐποχὴ τοῦ θέρους· ἀλλ᾽ ἐ­ὰν σὲ αἴ­θουσες δικαστηρίων γυναῖκες καὶ ἄν­τρες πρέ­πῃ νά ᾽ναι ντυμένοι εὐπρεπῶς γιατὶ ἐκεῖ λέ­νε εἶ­ναι «ναὸς τῆς Θέμιδος», πόσο μᾶλλον ἐδῶ; Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔρχομαι στὸ θέμα.

Οἱ ἀληθινὰ πιστοὶ στὸν Κύριο εἶναι, ἀδελφοί μου, πάντοτε λίγοι· ὁ πο­λὺς κόσμος συγκεν­τρώνεται ἀλλοῦ. Οἱ φίλα­θλοι, νέοι πρὸ παν­τός, πλη­­ρώνοντας μάλιστα καὶ εἰσ­ιτήριο, συν­ωστίζονται σὲ γήπεδα, παρα­κο­λουθοῦν ἀθλήματα, ποδο­σφαι­ρικοὺς ἰδίως ἀγῶνες.

Μπροστὰ στὸ πλῆθος ἐκεῖνο ἐ­μεῖς εἴμαστε μιὰ μικρὴ μειοψηφία. Τώρα ὅμως σᾶς καλῶ σ᾽ ἕνα ἄλλο στάδιο, ἀνώτερο, σ᾽ ἕ­να γήπεδο πνευ­μα­­τι­κό, ὅπου θὰ δῆτε ἕναν ἀ­γῶνα ὑπέροχο, μὲ θεατὰς ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους. Πρόκειται γιὰ μιὰ ὑπέροχη εὐγενικὴ ἀναμέτρηση, ἡ ὁποία τίμησε τὴν ἀνθρωπότητα, εὐεργέτησε τὸν κόσμο, δόξασε τὴν Ἀγία μας Ἐκκλησία, ὕ­ψωσε τὸν ἄνθρωπο ὣς τὸν οὐρανό.

Θὰ δῆτε ἕναν κορυφαῖο ἀθλητὴ ν᾽ ἀγωνίζε­ται, νὰ νικᾷ καὶ νὰ θριαμβεύῃ. Καὶ τὸ ὄνομά του ἀκόμα ἠλεκτρίζει. Καὶ δὲν εἶναι μόνος· κατεβαίνει στὸν ἀγωνιστικὸ χῶρο ἐπὶ κεφαλῆς ὁ­μάδος, ἑνὸς ἐκλεκτοῦ συνόλου – καὶ εἶναι ἀ­λήθεια ὅτι μία καλὰ δεμένη ὁ­μάδα ἐν­θουσι­άζει. Πρὸ ἡμερῶν συνάντησα ἕ­ναν νέο. –Χαρού­μενο σὲ βλέπω, λέω. –Νίκησε ἡ ὁ­μάδα μου, λέει. –Τοὺς ξέρεις αὐτοὺς ποὺ παί­ζουν; –Βέβαια. –Πόσοι εἶναι; –Ἕντεκα. –Μπορεῖς νὰ πῇς τὰ ὀνόμα­τά τους; Τ᾽ ἀνέφερε ὅλα χωρὶς νὰ κα­ταλά­βῃ ποῦ τὸ πήγαινα ἐγώ. –Ποιόν ἀπ᾽ αὐ­τοὺς θε­ωρεῖς καλύτερο; –Τὸν τάδε, λέει, κι ἔ­βγαλε τὸ πορτοφόλι του καὶ μοῦ ᾽δειξε μέσα τὴ φω­τογραφία του. Αὐτὸ ἦταν τὸ ἰδανικό του.

Ἐγὼ λοιπὸν σήμερα θέλω νὰ σᾶς παρουσι­άσω τὸν κορυφαῖο ἀθλητή, τὸν καλύτερο «παί­κτη» ὅ­πως θά ᾽λεγαν οἱ φίλαθλοι, ποὺ κατεβαί­νει στὸ στίβο νὰ δώσῃ τὸν πιὸ κρίσιμο ἀγῶνα. Δὲν εἶναι μόνος, συνοδεύεται ἀπὸ ἄλλους ἕν­τεκα, ἔχει τὴν ὁμάδα του, κι αὐτὸς εἶναι ὁ ἐ­πὶ κεφα­λῆς, ὁ πρῶτος. Κρατάει σημαία ἔνδοξη· ὄχι μιᾶς ἀθλητικῆς ὁμάδος, ἀλλὰ τῆς Χριστι­ανοσύνης· καὶ σαλπίζουν οἱ σάλπιγγες, καὶ χει­ροκροτοῦν οἱ ἄγγελοι, καὶ ἀγάλλεται ὅλη ἡ γῆ. Φτωχὴ εἶν᾽ ἡ γλῶσσα μου γιὰ νὰ παραστή­σῃ τὸ μεγαλεῖο αὐτοῦ τοῦ κορυφαίου ἀ­θλητοῦ. Ποιός εἶναι; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος!

Ἐὰν γιὰ ἄλλους ἡ ζωὴ ἴσον ἀπόλαυσις, ἴ­σον «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔ­ριον γὰρ ἀποθνῄ­σκο­μεν» (Ἠσ. 22,13 = Α΄ Κορ. 15,32), ἴσον θησαυρισμός, ἴσον γνῶσις καὶ ἐπιστήμη, ἴσον ἐκμετάλλευσις καὶ δόξα ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο ὑλικὸ ἀγαθό, γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ἡ ζωὴ ἴσον πάλη, ἀγώνας. Αὐτὸς ἔγραψε· «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρ­χάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκρά­τορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. 6,12). Καὶ ὕστερα ἀπὸ τριάντα χρόνια ἑνὸς ἀγῶνος τιτανικοῦ τὸν ἀκοῦμε νὰ λέῃ· «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πί­στιν τετήρηκα» (Β΄ Τιμ. 4,7). Ἀγώνας ἦταν ἡ ζωή του στὸν στίβο τῶν ὑψηλοτέρων ἀξιῶν.

Ἐλᾶτε λοιπὸν στὸ στάδιο, νὰ δοῦ­με τί ἀ­γῶ­να ἔκανε, ποιές νίκες κατέκτησε, ποιούς θρι­άμβους πέτυχε, τί τρόπαια ἔστησε.

Νίκησε ὁ Παῦλος, ἀδελφοί μου. Τί νίκησε;

Νίκησε λοιπὸν ὁ Παῦλος τὴ σάρκα. Ἦταν κι αὐτὸς σὰν ἐμᾶς· εἶχε σῶμα, ἀσθένειες, ἐπιθυ­­μί­ες, πάθη. Προτοῦ νὰ γνωρίσῃ τὸν Ἰησοῦν κα­τε­­δί­ωξε τὴν Ἐκκλησία, βλασφήμησε τὸ ὄνομα τοῦ Ναζωραίου, ἔσυρε δεμένους στὰ κριτήρια Χριστιανούς. Ὅταν τὸν γνώρισε, τότε κυριάρχησε ἐπὶ τῆς σαρκός. 

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη λαίμαργος ὁ Ἠσαῦ, γιὰ ἕνα πιάτο φακῆ πού­λησε τὰ πρωτοτόκιά του (βλ. Γέν. 25,30-34), ἐνῷ ὁ Παῦ­λος λέει· «Οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω» (Α΄ Κορ. 8,13)· προτι­μῶ νὰ μὴν ξαναφάω ποτέ μου κρέας

Ὁ Ἰούδας πρόδωσε γιὰ τὰ ἀργύρια (βλ. Ματθ. 26,14-16), ἐνῷ ὁ Παῦλος ἔλεγε· «Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματι­σμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα» (Πράξ. 20,33)

Νικήθηκε ὁ Σαμψὼν ἀπ᾽ τὰ κάλλη τῆς Δαλιδὰ κι ἐξ­ευ­­τέλισε τὸ γένος του (βλ. Κριτ. 16,4-21), ἐνῷ ὁ Παῦ­λος ἔ­λεγε· «Ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγω­γῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι» (Α΄ Κορ. 9,27). 

Δι΄ ἀσκήσεως, ἐγρηγόρσεως καὶ προσευχῆς ἔφτασε νὰ νεκρώσῃ «τὰ μέλη αὐτοῦ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολ. 3,5).

Τί εἶναι νέκρωσις; Ὅπως ὁ νεκρὸς στὸν τάφο δὲν συγκινεῖται οὔτε ἀπὸ λίρες οὔτε ἀπὸ ὡραῖες γυναῖκες οὔτε ἀπὸ βασιλικὰ στέμματα, ἔτσι ὁ ἀπόστολος Παῦλος νέκρωσε τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ ἔλεγε· «Ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡ­μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾽ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐ­σταύ­ρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ» (ἔ.ἀ. 6,14). Ἔσβησε τὸ ἐγὼ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ πῇ· «Ζῶ οὐκ­έτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20). Ποιός ἀπὸ μᾶς μπορεῖ νὰ τὸ ἐπαναλάβῃ;

Νικητὴς τῶν ἀδυναμιῶν τῆς σαρκός, νικη­τὴς καὶ τῶν φρονημάτων τοῦ κόσμου ὁ Παῦλος.

Φανταστῆτε τον στοὺς Φιλίππους, νὰ προσ­εύχεται στὴ σκοτεινὴ φυλακὴ ἁλυσόδετος καὶ ποδοασφαλισμένος (βλ. Πράξ. 16,11-40), γιατὶ ἦρθε σὲ σύγ­­­­κρουση μὲ τὸ πνεῦμα πύθωνος, μὲ τοὺς ἄρχον­­τες, τοὺς στρατηγούς, τοὺς ῥαβδούχους.

Φανταστῆτε τον, περιφρονημένο στὴν Ἀθή­να καὶ στὴν Κόρινθο (βλ. Πράξ. 17ο-18ο), στὰ κέντρα τῆς εἰδωλολατρίας... ἦταν ὁ πρῶ­τος πού, ἐνῷ τὸν εἰρωνεύον­ταν, δὲν ντρά­πηκε ἐ­κεῖ νὰ ὁ­μολογήσῃ τὸν Ἰησοῦν· κήρυξε «Χριστὸν ἐ­σταυρωμένον, …Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφί­αν» (Α΄ Κορ. 1,23-24), ἁγίασε τὸν τόπο.

Φανταστῆτε τον στὴν Ἔφεσο, ἡ ὁποία λάτρευε τὴ θεὰ Ἄρτεμη, νὰ ὁρμοῦν οἱ ἀργυροκό­ποι νὰ τὸν συλλάβουν γιατὶ ἔθιγε τὰ συμφέροντά τους ἀπὸ τὴ λατρεία της (βλ. Πράξ. 19, 21-41).

Φανταστῆτε τον στὰ Ἰεροσόλυμα, ἀνάμεσα σὲ ῥαββίνους, φαρισαίους, σαδδουκαίους, νὰ θέλουν νὰ τὸν ἐξοντώσουν ἐπειδὴ κήρυττε ὅ­τι «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία» (Γαλ. 5,6)· μόνο χέρι Θεοῦ τότε τὸν «ἅρπαξε» (βλ. Πράξ. 23,10) καὶ τὸν διέσωσε.

Φανταστῆτε τον καὶ στὴ ῾Ρώμη, στὴν ἕδρα τῶν καισάρων τῆς αὐτοκρατορίας· ἐπάνω ἡ κοσμοκράτειρα νὰ ὀρ­γιάζῃ, κι αὐτὸς φυλακισμένος κάτω στὰ σκοτεινά. Γιατί; «Οὐκ ἐπῃ­σχύνθη τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ» (῾Ρωμ. 1,16).

Οἱ χειρότεροι ὅμως ἀντίπαλοι τοῦ Παύλου δὲν ἦταν οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι οὔτε οἱ εἰδωλολάτρες οὔτε οἱ ἄρχοντες οὔτε οἱ Νέρωνες. Αὐ­τοὺς δὲν τοὺς φοβήθηκε. Ποιούς φοβήθηκε· τοὺς «ψευδαδέλφους» (Β΄ Κορ. 11,26. Γαλ. 2,4), τοὺς ἐ­χθροὺς τοῦ γνησίου κηρύγματος τοῦ εὐαγγε­λίου, τοὺς ἐκμεταλλευτὰς τῆς εὐσεβεί­ας, «τοὺς κακοὺς ἐργάτας» (Φιλ. 3,2), τοὺς «ψευδαποστόλους», τοὺς «δολίους ἐργάτας» ποὺ «μετασχη­ματίζονται εἰς ἀποστόλους Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 11,13)· τοὺς ἀπατε­ῶνες, ποὺ μὲ γλυκὰ λόγια ἀποκτοῦσαν ὀπαδοὺς καὶ δὲν κήρυτταν τὴν ἀλήθεια τοῦ Ἐσταυρωμένου. Αὐτοὶ ἀποτελοῦσαν μεγάλο ἐμπόδιο στὴν ἱερὰ ἀποστολή του.

Ὅλον αὐτὸ τὸν κόσμο νίκησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος· τοὺς Ἰουδαίους, ἀφοῦ ἔστειλε ἐ­πιστο­­λὴ καὶ πρὸς Ἑβραίους· τοὺς εἰδωλολάτρες, ἀ­φοῦ καὶ στὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, ἐκεῖ ὅ­που ἐπὶ χιλιετίες φώλιαζαν τὰ δαιμόνια μέσα στὰ εἴδωλα, κατόρθωσε νὰ ἱδρύσῃ ἐκκλησία· τοὺς κοσμοκράτορες τῆς ῾Ρώμης, ἀφοῦ καὶ στὸ Καπιτώλιο ἔστησε τὴ σημαία τοῦ σταυροῦ. Νίκησε τοὺς πάντες, γι᾽ αὐτὸ ἔγραψε· «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλ. 4,13).

Τελειώσαμε; Ὄχι. Τὰ δικά μας ἐγκώμια εἶ­ναι μικρά..


Μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας Αυγουστίνου Καντιώτου.


Μιχάλης Αντωνιάδης