Μια φορά, μεγάλη πείνα ήταν.
Τότε στην πείνα, στην κατοχή…Ήμασταν τρείς, και σηκωθήκαμε τώρα να πάμε στη Ζαγορά. Στο πίσω μέρος, στο ανατολικό Πήλιο.
Λοιπόν, γνώριζα κάποια δική μου εκεί πέρα, και λέω ας πάω μήπως μου δώσει λίγο ψωμάκι και λίγο λαδάκι.
Μόλις πήγα εκεί πέρα και με είδανε άρχισαν να κλαίνε.
Πάει το Μαρικάκι…( γιά μένα δηλαδή κλαίγανε). Είχε βγει το χνούδι από την αδυναμία, σκελετός ήμουνα.
Αυτοί, λοιπόν, οι καημένοι μάζεψαν πατάτες από δω, μάζεψαν λίγο λαδάκι από εκεί, εν τω μεταξύ κόβουν ψωμί (είχαν ψωμί ζυμωτό) κι έφαγα 1 καρβέλι εκείνο το βράδυ.
Πώς το ‘φαγα; που πήγε;
Φάε μου λέει πατάτες βραστές.
Μου έδιναν από όλα, κι όλα τα έτρωγα. Δεν χόρταινα.
Τώρα, το πρωί; πώς σηκώνω εγώ τις πατάτες, πού μου δώσανε; σηκώνονται 18 οκάδες πατάτες και μου δίνουν ένα τενεκεδάκι λάδι….
Μόλις φτάνουμε πρωί στο σπίτι, σιγά – σιγά, 6 ώρες δρόμο. Είχα τις πατάτες στον ώμο, ετοιμοθάνατη ήμουν.
Αμέσως λιποθύμησα, έπεσα κάτω γιατί δεν είχα άλλη αντοχή.
Μου κλέβουν τις πατάτες οι γειτόνοι όλοι, μου κλέβουν το λάδι, και δεν μ’ άφησαν τίποτε…
Κι εμένα, λοιπόν, μ’ έπιασε ένας πόνος στο πλευρό, ένα επανωφόρι φορούσα τότε, δεν μπορούσα να αναπνεύσω.
Λέω άσχημα την έχω. Που να βρω γιατρό; Η γειτονιά έρημη, δηλαδή λίγα πρόσωπα, αλλά αυτά τα λίγα μου κλέψαν τις πατάτες.
Πάω στο γιατρό σιγά – σιγά, μου λέει: έχεις πλευρίτιδα και πρέπει να βρεις πίτουρα να βάλεις.
Που να βρω; Εγώ λέω: Θα καθίσω Παναγία μου μέσ’ το δωμάτιο κι ότι είναι ευλογημένο. Θες να με πάρεις; πάρε με, δε θέλεις, όποτε εσύ θέλεις.
Κάθισα μόνη μου τώρα, σκοτεινά, χωρίς καντήλι, χωρίς τίποτα…
Όπως ήμουν ξαπλωμένη, κουκουλωμένη, είχε θαμπώσει, είχε σκοτεινιάσει βλέπω μια μοναχίτσα με το σχηματάκι της και μου λέει:
-«Δεν μπορείς; ».
Και με πλησιάζει, αλλά το δωμάτιο έλαμψε όλο φως.
Λέω: «Ναι δεν μπορώ. Πήγα στη Ζαγορά, κάθισα, είπα τα παράπονα μου εγώ, και μου δώσανε λίγες πατάτες και μου τις κλέψαν, και τώρα δεν έχω τίποτα, ούτε καντηλάκι έχω, τίποτα δεν έχω κι είπα θα καθίσω εδώ και ας πεθάνω ποιος θα με ανοίξει την πόρτα;
Δεν έχω κανέναν.»
Λέει:
–«Μη στεναχωριέσαι, θα γίνεις καλά, εγώ θα σε κάνω καλά» κι’ ούτε να φαντασθώ ποιά είναι, να τη ρωτήσω.
Παίρνει, λοιπόν, και βάζει το πάπλωμα μου, είχα ένα παπλωματάκι μικρό και μου το ‘βαλε έτσι όπως κάνεις το χωνί, έτσι ακριβώς, και μου λέει:
–«Άντε δεν έχεις τίποτε, θα γίνεις καλά.»
Αμέσως μου πέρασε το πλευρό μου, έλαβα τον χορτασμό, είχα πείνα, εξάντληση, που να βρω φαγητό, που να βρω τίποτα, και χόρτασα σαν να είχα σφάξει ένα ζώο μπροστά μου και το ‘ψησα και το ‘φαγα !
Τέτοιο χορτασμό αισθανόμουν.
Το πρωί πήγα στο γιατρό, και μου λέει: -Τι ήρθες;
-Να με ακροαστείτε λιγάκι.
Μου κάνει εξέταση, και μου λέει :
-Δέν έχεις τίποτε τώρα!
Τι έγινε, πώς έγινες καλά; Λέω, αυτό κι’ αυτό, και μου λέει ο γιατρός:
-Επέτρεψε ο Θεός για τις ανέχειες, λόγω της πείνας, για να σε κάνει η Αγία καλά…
Και τότε, μου λέει κάτι από μέσα μου:
“Ποιά να ήταν αυτή πού είδα; ποιά να ήταν; “.
Και μου λέει μια φωνή: ” η Αγία Παρασκευή! ”
Και γι’ αυτό, την αγαπούσα την Αγία Παρασκευή ! Μου το ‘πε η ίδια στ’ αυτί, πληροφορία, ότι ήταν η Αγία Παρασκευή!
Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου, Λόγια καρδιάς, Ιερά Μονή Παναγίας Οδηγητρίας, Πορταριά Βόλου
Μιχάλης Αντωνιάδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου