Με Νοσταλγία ξεφυλλίζουμε την Ζωή της Μαρίας Ρεζάν,

21/3/16

 
 Μαρία Ρεζάν Η Μαρία Ρεζάν θυμάται ένα περιστατικό από τα γυμνασιακά της χρόνια κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά: Τέλειωνα και το γυμνάσιο πια και ετοιμαζόμουνα για το πανεπιστήμιο. Δίναμε εξετάσεις, θυμάμαι, απολυτήριες και ήταν στο μάθημα της ιστορίας. Μόλις που το είχαμε δώσει, λοιπόν, το διαγώνισμα στο μάθημα αυτό, και μια συμμαθήτριά μας, γνωστή κομουνίστρια εκείνης της εποχής, έβαλε φωτιά να κάψει τα βιβλία του μαθήματος, που, εκτός των άλλων, εξυμνούσαν και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Και δεν έβαλε μόνο φωτιά επάνω στην ταράτσα του σχολείου, μας παρότρυνε κιόλας να κάνουμε κι εμείς οι άλλες το ίδιο. Φούντωσε η φωτιά, αλλά κυρίως αυτό που φούντωσε ήταν το όλο θέμα.. Δικτατορία του Μεταξά είχαμε, βιβλία της ιστορίας ήταν, οπότε η πράξη, και κυρίως η προτροπή της “επαναστάτριας” της τάξης μας έπρεπε να τιμωρηθεί. Και μάλιστα παραδειγματικά! Ο γυμνασιάρχης του σχολείου μας, ένας άνθρωπος από την Καρδίτσα, άρχισε, λοιπόν, να μας καλεί μία μία ξεχωριστά, να μας ανακρίνει κανονικά και να μας απειλεί με την μαγκούρα του. “Παλιοκατσίκες του κερατά” ούρλιαζε “μη μου κάνετε εμένα τις μωρές παρθένες, πέστε μου ποια ήταν αυτή που είχε την ιδέα και βάλατε τη φωτιά”. Μια δυο τρεις, σε όλες ούρλιαξε ο ανθρωπάκος, αλλά επλανάτο πλάνην οικτράν. Δεν το μαρτύρησε καμιά μας! Αλλά ο κ. γυμνασιάρχης ήταν αποφασισμένος να τη βρει την άκρη. Και ίσως να εξαρτιοτάνε η μετέπειτα εξέλιξή του, εδώ που τα λέμε, στο εκπαιδευτικό σύστημα της δικτατορίας από αυτό. Απελπισμένος και έξω φρενών, λοιπόν, με τις “παλιοκατσίκες”, που όλες τους είχανε δει το συμβάν, αλλά καμιά δε θυμότανε τίποτα, φώναξε τα μέλη του συλλόγου των κηδεμόνων της τάξης μου, μέλος του οποίου ήταν και ο πατέρας μου, και τους εξήγησε σαφέστατα πως τα βλαστάρια τους κινδύνευαν να μην αποφοιτήσουν αν συνέχιζαν την ίδια τακτική. Να έχουν, δηλαδή, πάθει ομαδική αμνησία. Έπαιρνε τον κάθε γονιό χωριστά, του εφιστούσε την προσοχή για την κόρη του, ώσπου ήρθε και η σειρά του πατέρα μου. “Λοιπόν, κύριε Μισραχή, ελπίζω η δική σας κόρη…” …Και ο πατέρας μου, που κατάλαβε αμέσως περί τίνος επρόκειτο, τον διέκοψε, πήρε ύφος αυστηρό και του είπε: “Όχι, κύριε γυμνασιάρχα μου. Να με συγχωρείτε πολύ. Αλλά εγώ στην κόρη μου να σας το μαρτυρήσει αυτό δεν μπορώ να της το πω. Γιατί βλέπετε, κύριε γυμνασιάρχα, για να μαρτυρήσει κάποτε ένας προ-προ-πρόγονός μου, εδώ και κάπου 2.000 χρόνια, εγώ παιδεύομαι ακόμα…”  
“ΜΕ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ… ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΤΣΙ, ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ” Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
Η Μαρία Ρεζάν θυμάται ένα περιστατικό από τα φοιτητικά της χρόνια κατά τη διάρκεια του 1939: Στο πανεπιστήμιο είχα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή, στο τμήμα Αρχαιολογίας (!!!) -καημένε Μανόλη Ανδρόνικε, από τι γλίτωσες-, κυρίως για να μπορώ να ξεπορτίζω από το σπίτι μας χωρίς να πρέπει να δίνω λεπτομερή αναφορά στη Μαρί πού πήγα και τι έκανα. Και ως εκ τούτου, τα πήγαινα μάλλον μέτρια. Σε κάποιες εξετάσεις μάλιστα, στις οποίες, ως συνήθως, είχα πάει αδιάβαστη, αυτά που έπρεπε να ξέρω και δεν ήξερα τα είχα αντιγράψει επάνω στους …μηρούς μου. Σήκωνα λίγο τη φούστα μου με τρόπο και αντέγραφα. Όταν ξαφνικά είδα να έρχεται καταπάνω μου ο αξέχαστος καθηγητής μου της Αρχαιολογίας, ο Γιώργος ο Οικονόμου, φυσικά πάγωσα. “Θεέ μου” είπα από μέσα μου “αυτό ήταν, μ’ έπιασε στα πράσα”. Ενστικτωδώς, λοιπόν, σηκώθηκα όρθια να πέσει η φούστα μου ως τα γόνατα, μπας και τη γλιτώσω… “Θα ήθελα να ξέρετε πως ντρέπομαι βαθύτατα, παιδί μου” μου είπε μόλις στάθηκε μπροστά του και κόκκινη εγώ σαν το παντζάρι νόμισα πως ντρεπόταν για μένα. “Που σπούδασα στη Γερμανία, παιδί μου, γι’ αυτό ντρέπομαι. Και ήθελα να το ξέρετε αυτό, παιδί μου…” Έκανε μεταβολή ο σπάνιος εκείνος άνθρωπος, που θεώρησε καθήκον του ν’ απολογηθεί σε μια εβραϊκής καταγωγής μαθήτριά του, και απομακρύνθηκε δίχως να πει τίποτε άλλο. Και, αντί να βάλω τα κλάματα που ένας άνθρωπος συνέπασχε μ’ έναν ολόκληρο λαό, το μόνο που βρήκα να πω από μέσα μου ήταν ένα σκέτο “ουφ!”.
 
“ΜΕ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ… ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΤΣΙ, ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ” Εκδόσεις  
ΠΑΤΑΚΗ


Η Μαρία Ρεζάν θυμάται των εκτέλεση των Μπελογιάννη, Μπάτση, Καλούμενου και Αργυριάδη (1952): Δεν είχε έρθει τυχαία ο Πλαστήρας στην εξουσία. Και ίσως ο κυριότερος λόγος ήταν η υπόσχεσή του να μην υπάρξουν ξανά άλλες θανατικές καταδίκες για πολιτικά αδικήματα. Τους Έλληνες, πίστευε, δεν ήταν δυνατόν να τους χωρίζει διαρκώς το αίμα. Αρκετό, έλεγε, είχε χυθεί και ήταν η ώρα της συμφιλίωσης. Και πάνω σ’ αυτή την πραγματικά μεγάλη αλήθεια πορευότανε κυβερνώντας. Όχι, χωρίς δυσκολίες, εδώ που τα λέμε. “Εγώ, κουμπάρα μ’, βγάζω όσους μπορώ το πρωί μ’ ανήκεστον βλάβη από τη Μακρόνησο, έρχεται το μεσημέρι ο υπουργός Δημόσιας Τάξης και τους γυρίζει πίσω…” μου είπε μια μέρα που τρώγαμε, και έτσι πρέπει να ήταν. Κι από την άλλη πλευρά, παλάτι και Αμερικάνοι, αλλά και το κόμμα της συντηρητικής παράταξης, καιροφυλακτούσαν…(…) Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν μια εβδομάδα μετά, Κυριακή πρωί, ημέρα σχόλης και οικογενειακού χουζουρέματος, όπως λένε, καθόμασταν ο Αντρέας¹ και γω και τα λέγαμε. Χωρίς να υποψιαζόμασταν το παραμικρό. Δίπλα μας το ραδιόφωνο ήταν ανοιχτό και μετέδιδε ελαφριά μουσική. Και κάποια στιγμή διακόπηκε το πρόγραμμα και μεταδόθηκαν ειδήσεις. Με πρώτη πρώτη την εκτέλεση! Των παλικαριών! Τα χαράματα εκείνης της Κυριακής.! …Χάσαμε και οι δυο το χρώμα μας. Αλλά αυτό που θυμάμαι ήταν ο άντρας μου, που έμοιαζε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός! Κι εδώ που τα λέμε, πώς να μην ήταν έτσι; Καθώς ακόμα και οι Γερμανοί επί Κατοχής την Κυριακή την είχαν σεβαστεί… Ενώ ήταν φανερό πως εδώ ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, ο Ρέντης, είχε επισπεύσει τις εκτελέσεις για να μειώσει τις αντιδράσεις. Τις οίδε κατόπιν διαταγής ποιανού… …Μείναμε αμίλητοι για κάμποση ώρα. Και την παγωμάρα της σιωπής που βασίλευε στο διαμέρισμα της οδού Μάγερ διέκοψαν φωνές διαδηλωτών. Που με επικεφαλής την ηθοποιό και πρωθιέρεια τότε του χορού της ολυμπιακής φλόγας, την Αλέκα Κατσέλη, πλησίασαν και άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα. (…) Αμίλητος ο Αντρέας στο παράθυρο, κοιτούσε τον κόσμο που φώναζε. Και άντε βρες τι σκεφτόταν. Εγώ πάλι, αμίλητη, ούτε που τολμούσα να διακόψω τις σκέψεις του. Όταν κάποια στιγμή τον βλέπω να απομακρύνεται από το παράθυρο, να πηγαίνει στο τηλέφωνο, να σχηματίζει έναν αριθμό, να περιμένει λίγο και μετά να λέει: “Αντρέας Ιωσήφ στο τηλέφωνο. Παρακαλώ να μεταδώσετε την εξής δήλωση: Ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Αντρέας Ιωσήφ υπέβαλε την παραίτησή του σήμερον, 30η Μαρτίου 1952″. Την ΕΙΡ είχε πάρει τηλέφωνο, χωρίς να μου πει το παραμικρό. Την ΕΙΡ που υπαγόταν σ’ αυτόν. Κάποια υπάλληλος το σήκωσε, κάτι ψέλλισε, φαίνεται, “μα, κύριε υπουργέ…”, τη διέκοψε ο Αντρέας και είπε: “Έτσι ακριβώς όπως σας την υπαγόρευσα, σας παρακαλώ…”. Και ύστερα κατέβασε το ακουστικό.
 
“ΜΕ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ… ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΤΣΙ, ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ” Εκδόσεις  
ΠΑΤΑΚΗ,

¹

Ο Ανδρέας Ιωσήφ (σύζυγος τότε της Μαρίας Ρεζάν) διετέλεσε υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ της κυβέρνησης Πλαστήρα από τις 27/10/1951 μέχρι τις 10/4/1952, οπότε και υπέβαλε την παραίτησή του διαφωνώντας με την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Για τη στάση του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξεως, Ρέντη, συγκλονιστική είναι η περιγραφή του ίδιου του Ανδρέα Ιωσήφ: …στη συνεδρίαση του μικρού υπουργικού συμβουλίου -που εξετάζει τα κάπως μυστικά ζητήματα και στο οποίο μετείχαν ο Πλαστήρας, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Γιώργος Καρτάλης, υπουργός Συντονισμού, ο Ρέντης, υπουργός Εσωτερικών, ένας υπουργός, απόγονος του Ζαΐμη, και εγώ-, το θέμα της συζήτησης ήταν το αποτέλεσμα της δίκης και το τι θα γινόταν στο εξής. Και τότε ο Ρέντης είπε: “Πόσους να στείλουμε στο απόσπασμα; Τέσσερις ή έξι;” Πετάχτηκα αυθόρμητα και είπα: “Κύριε υπουργέ, μιλάμε για εκτελέσεις”. Δεν απάντησε αλλά μου έστειλε ένα φονικό βλέμμα που έλεγε καθαρά: “Ορίστε, πετάχτηκε το μικρό να μας κάνει τον έξυπνο”. από το βιβλίο του Σ. ΚΟΥΛΟΓΛΟΥ “ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ” Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ Η Μαρία Ρεζάν θυμάται μια συνομιλία της με τον Κλωντ Σαμπρόλ λίγο μετά το πραξικόπημα του 1967: Ανάμεσα στους θαμώνες ενός ζαχαροπλαστείου ήταν και ο Γάλλος σκηνοθέτης Κλωντ Σαμπρόλ, που την εποχή εκείνη γύριζε στην Ελλάδα το φιλμ “Ο δρόμος τη Κορίνθου”. Ένα έργο που όσοι δεν το είδαν δεν έχασαν απολύτως τίποτα. Με ήξερε, όπως ήξερε και την Τασσώ, γιατί καμιά φορά παρακολουθούσαμε τα γυρίσματα για την “Ελευθερία”. Σηκώθηκε, λοιπόν, από το τραπέζι που καθότανε, πλησίασε και με έντονες χειρονομίες μου είπε: -Κα – τα – στρά – φη – κα ! Τα γυρίσματα σταμάτησαν. Merde! (σκατά). -Εδώ καταστράφηκε μια χώρα ολόκληρη, κύριε Σαμπρόλ, του είπα, και θέλετε να συγχυστώ για το έργο σας; ΜΑΡΙΑ ΡΕΖΑΝ “ΜΕ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ… ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΤΣΙ,  ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ” Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

 

Η Μαρία Ρεζάν θυμάται μια συνομιλία του Καραμανλή με τον Μάνο Χατζιδάκι: Μια μέρα που τρώγαμε με τον Καραμανλή άρχισε να μιλάει ο Μάνος και δε σταματούσε. Και για όλα έφταιγε το Ελληνικό Δημόσιο. Άκουγε ο Σερραίος, που του είχε μεγάλη αδυναμία, όπως και του Τάκη Χορν, αλλά κάποια στιγμή δεν άντεξε. Γύρισε και του είπε: “Αμάν, βρε Μάνο μου. Κοντεύεις να μου βγάλεις σκάρτους τους μισούς υπουργούς μου…” Ατάραχος ο Μάνος, συνεχίζοντας το φαγητό του, απάντησε: “Λάθος, κύγιε πγόεδγε. Όχι, τους μισούς. Όλους…” “ΜΕ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ… ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΤΣΙ, ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ” Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ «Όλη τη νύχτα μιλούσα μαζί τους» Απόσπασμα από συνέντευξη που πήρε η Μ. Ρεζάν από τον Μ. Ανδρόνικο: ΜΑΡΙΑ ΡΕΖΑΝ: Πάτε καμιά φορά να μιλήσετε στα ευρήματά σας; Έχετε ένα διάλογο μαζί τους; ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ: Κοιτάξτε… μ’ αυτή την ερώτησή σας, τώρα, καταλαβαίνω, κυρία Ρεζάν, πώς καταφέρνετε και παίρνετε αυτές τις συνεντεύξεις. Πραγματικά, ένα βράδυ ολόκληρο, έχω κάνει διάλογο με τα πρώτα πέντε μικρά κεφαλάκια που βρήκα. Όταν τα βρήκα, πραγματικά, έπεσα να κοιμηθώ αλλά ήταν αδύνατον και σηκώθηκα μόνος μου, τα έβαλα μπροστά μου και όλη τη νύχτα μιλούσα μαζί τους. Όλη τη νύχτα, κυριολεκτικά, διαλεγόμουν μ’ αυτά τα πέντε κεφαλάκια.
από το βιβλίο της ΜΑΡΙΑΣ ΡΕΖΑΝ «ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ …ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ» Εκδόσεις ΦΥΤΡΑΚΗΣ (αντιγραφή από το enteka.blogspot.com)
Απόσπασμα από συνέντευξη που πήρε η Μ. Ρεζάν από το Μάνο Χατζιδάκι:
Δε σας μελαγχολούν τα χρόνια που περνάνε;
Όχι, αν μου λέγατε να τα ξαναζήσω θα με μελαγχολούσε περισσότερο.
Σοβαρά;
Να αντιμετωπίσω τα ίδια λάθη και την ίδια άγνοια για μια ακόμη φορά; Δεν το θέλω.
Έχετε κάνει πολλά λάθη;
Φυσιολογικά, όπως κάθε άνθρωπος.
Είναι πράγματα που λέτε θα ήθελα να μην το είχα κάνει;
Όχι, ομολογώ ότι μ’ αρέσουν και τα λάθη μου. Δε μετανοώ ούτε για τα λάθη μου. Αλλά δε θα ΄θελα να τα ξανακάνω. Όπως δε μετανοώ για τις ωραίες στιγμές μου αλλά δε θα ήθελα να τις ξαναζώ. Με ενδιαφέρουν πολύ οι στιγμές που θέλω να ζήσω παρά αυτές που έζησα.
Οι άνθρωποι σας θεωρούνε -έτσι βάζουνε οι άνθρωποι ετικέτες- δεξιό. Σήμερα για εσάς τι σημαίνει δεξιός, αριστερός, κεντρώος; Πέστε μου τι σημαίνει;
Κοιτάχτε, αν εννοείτε δεξιός την ψυχολογία του χωροφύλακα, δεν την έχω. Είμαι φιλελεύθερος αστός. Η ιδιοσυγκρασία μου, η παιδεία μου… έχω πάρει μέρος στην αντίσταση, στο ΕΑΜ…
Είναι τέλος πάντων αλήθεια, ναι ή όχι, ότι ήσασταν στο ΕΑΜ, γιατί άλλοι λένε…
Ναι, ήμουνα όπως κάθε νέος άνθρωπος εκείνη την εποχή. Ήταν μια εποχή που ο καθένας έδινε τη συμμετοχή του στον αγώνα εναντίον των Γερμανών. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό· εμείς οι νέοι, νομίζω, είχαμε και μία άλλη… ε… άλλα κίνητρα συγχρόνως. Ήταν η κλασική επανάσταση που κάνει ο νέος στο σπίτι του, αλλά βρίσκαμε μια νομιμοφάνεια για να την κάνουμε. Η αντίσταση ήταν μια νομιμοφανής ανταρσία απέναντι στο σπίτι μας. Το ξενύχτι αποκτούσε νομιμότητα, οι ερωτικές μας ιστορίες αποκτούσαν νομιμότητα, διότι όλα αυτά ήταν συνδεδεμένα με την αντίσταση. Ίσως δεν αρέσει στους ανθρώπους η υπενθύμιση αυτή. Σε όλους τους ανθρώπους αρέσει πάρα πολύ να είναι ηρωικοί. Εγώ πιστεύω πως δεν υπάρχει μόνο ηρωισμός. Υπάρχουν πάρα πολλά κίνητρα σε μία ηρωική πράξη. Πολλές φορές κανένας γίνεται ήρωας γιατί αγαπάει μια κοπέλα και μετά οι άλλοι διστάζουν να το συνδυάσουν με την αγάπη προς την κοπέλα και αφήνουν μονάχα τον ηρωισμό σκέτο. Λοιπόν η Αντίσταση και η επιτυχία του να μαζέψει όλη τη νεότητα στους κόλπους της εκείνη την εποχή, δεν ήταν απλώς συνδεδεμένη με την αντίσταση απέναντι στους Γερμανούς. Ήταν συνδεδεμένη και με την κλασική ανταρσία του νέου απέναντι στο σπίτι του. Και ένας από αυτούς τους νέους ήμουνα κι εγώ.
Από μια συνέντευξη του Μ. Χατζιδάκι στη Μ. Ρεζάν (1984)
Θα τον πληγώσω εγώ!
Μιλώντας πάντα για το Τζάμπορι και την πλημμυρισμένη από προσκοπικές στολές Αθήνα αυτών των ημερών. Σε κατάστημα πωλήσεων δίσκων της οδού Καραγεώργη της Σερβίας οι πελάτες ήταν προχθές σε μια στιγμή – τι άλλο – πρόσκοποι. Και ερχόντουσαν από πολύ μακριά. Από τη Μαγαδασκάρη. Δύο χαριτωμένα παιδιά που με πολλή συστολή ζήτησαν να αγοράσουν δίσκους ελληνικής μουσικής. Η πωλήτρια τους υπέδειξε, μεταξύ άλλων, τα “Παιδιά του Πειραιά” αλλά οι μικροί δεν δέχθηκαν. “Αυτόν τον ξέρουμε καλά. Τον έχουμε και στην πατρίδα μας”, είπαν. Υπερηφάνεια η ελληνίδα πωλήτρια για λογαριασμό της ελληνικής μουσικής. Έκδηλη υπερηφάνεια και σε έναν κύριο, που καθότανε στο βάθος του μαγαζιού αμίλητος παρακολουθώντας ασκαρδαμυκτί όσα λεγόντουσαν. Η συζήτηση συνεχίζεται. Και η διαλογή των δίσκων. Τέλος οι μικροί από τη Μαγαδασκάρη βρήκαν αυτό που ήθελαν. Ένα μεγάλο δίσκο με πολλά τραγούδια του Χατζιδάκι. -Πόσο κάνει; -200 δραχμές. -Δεν έχουμε τόσα λεπτά – 200 δραχμές. Είναι βλέπετε πολλά λεφτά για ένα προσκοπάκι, είπαν. Μας κάνετε τη χάρη να τον ακούσουμε λίγο τουλάχιστον, προσέθεσαν, ντροπαλά. Πριν η πωλήτρια απαντήσει, βεβαίως καταφατικά, μια φωνή ακούστηκε από το βάθος του μαγαζιού. -Δώσε το δίσκο στα παιδιά, Καίτη. Θα τον πληρώσω εγώ. (Είπε μάλιστα θα τον “πληγώσω” εγώ. Γιατί ξέχασα να πω πως ο κύριος δεν έλεγε το ρο και -αν ενδιαφέρει κανέναν- ήταν αρκετά ευτραφής και φορούσε ένα ριχτό πουκάμισο. Η προσφορά μεταφράστηκε στους δύο νέους. -Γιατί να μας τον χαρίσει ο κύριος; Όχι δεν θέλουμε. Είναι τόσο πλούσιος; Μήπως είναι ο Ωνάσης ρώτησαν με παιδική αφέλεια. -Ο Ωνάσης όχι. Αλλά ο Μάνος Χατζιδάκις. Που αναγκάσθηκε ο δυστυχής, αφού έγινε η γνωριμία, να κάτσει δυο ολόκληρες ώρες μέσα στο μαγαζί, υπογράφοντας αυτόγραφα για τους δύο προσκόπους της Μαγαδασκάρης, τους συγγενείς τους, τους φίλους τους… και τα 25.000 μέλη της προσκοπικής αδελφότητος της μακρινής νήσου. “Αυτό το αυτόγραφο”, είπαν τα παιδιά, είναι το ωραιότερο δώρο που μπορούμε να φέρουμε στους δικούς μας επιστρέφοντας στη Μαγαδασκάρη”. Μπράβο Μάνο!…
ΜΑΡΙΑ ΡΕΖΑΝ από άρθρο της στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 4/8/1963.
Για το φιλμ «Ένας άνδρας, μια γυναίκα»:
Τώρα που το φιλμ παίχθηκε κατά κόρον και οι Αθηναίοι το είδαν και το σχολίασαν κατά κόρον, μπορεί κι αυτή η στήλη να το μνημονεύσει χωρίς να μπαίνει στα χωράφια της κριτικής ή της διαφημίσεως. Το φιλμ είναι το “Ένας άντρας, Μια γυναίκα”. Δεν θυμάμαι πόσες φορές το είδα. Και κάτι διαφορετικό μου άρεσε κάθε φορά σ’ αυτό. Η μουσική του, η μελαγχολία της μεγάλης ατυχίας και η χαρά μέσα στη μεγάλη λύπη που ζουν οι πρωταγωνιστές του. Ακόμα το ότι η Ανούκ Αιμέ και ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν θα μπορούσαν νάτανε εσείς κι εγώ και όλοι μας κάποια στιγμή. Κάτι ασήμαντες λεπτομέρειές του, ισάριθμες αληθινές φωτογραφίες της ζωής: Το γκαρσόνι που παίρνει παραγγελία και δεν ξεκολλάει από το ζευγάρι. Ο Τρεντινιάν που μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο σχεδιάζει τη συνάντησή του με την Ανούκ και αμφιταλαντεύεται μέχρι που σε μια στιγμή σκέπτεται: “Έχω ακόμα πέντε χιλιόμετρα για να σκεφθώ”. (Πόσες φορές μέσα σ’ ένα τρόλεϊ ή σ’ ένα αυτοκίνητο δεν έχετε πει στον εαυτό σας πηγαίνοντας για ένα λεπτό διάβημα: “Θα αποφασίσω μετά την Ομόνοια” – όταν είσαστε βέβαια ακόμα στο Σύνταγμα). Πέρασαν κάμποσες βδομάδες από τότε που είδα κάμποσες φορές το “Ένας άνδρας, Μια γυναίκα”. Κι αφού κάμποσες φορές έφερα στο νου μου τις εικόνες του, νομίζω πως βρήκα γιατί άρεσε τόσο και σε τόσους. Το φιλμ είναι πρωτότυπο για κάτι πολύ κοινό στην τέχνη της εποχής μας: τελειώνει ωραία. Ο σκηνοθέτης του Λελούς ξεπέρασε το άγχος της εποχής μας: Τις αρρωστημένες καταστάσεις – το προϊόν που τροφοδότησε πληθωρικά τον κινηματογράφο, τα αναγνώσματά μας, την ζωή μας και έγινε σχεδόν βίωμά μας μεταπολεμικά – οι ήρωες του Λελούς τις ξεπερνούν με υγεία. Το φιλμ του λέει στον θεατή, με ευρωπαϊκό τρόπο, αυτό που έλεγε με αμερικανικό η αλησμόνητη “Γκαρσονιέρα”: “Όλοι σας κάποια ώρα, περνάτε μια στιγμή που δεν είναι ωραία. Αν την ξεπεράσετε με υγεία, η ζωή είναι ωραία”.
ΜΑΡΙΑ ΡΕΖΑΝ εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 13/11/1966


Aναδημοσιευση από Logomnimon.wordpress.com