
Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι ο Χασάν Ταχσίν Πασάς, που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες, καταγόταν από τη Μεσαριά κοντά στη Μολυβδοσκέπαστη, σπούδασε στη Ζωσιμαία Σχολή και ήταν πατέρας του Κενάν Μεσαρέ, δηλαδή Αλβανός Γιαννιώτης με Ελληνική παιδεία οθωμανός, ωστόσο, λόγω Θρησκεύματος..
Μεταβατική εποχή ρευστών ταυτοτήτων στα Βαλκάνια.
"Θεσσαλονίκη, 26 Οκτωβρίου 1912..
Πίνακας του Κενάν Μεσαρέ που αθανατίζει την ιστορική στιγμή της παράδοσης της πόλης. Εικονίζεται ο Ταχσίν Πασά να υπογράφει το πρωτόκολλο ενώπιον του Βίκτωρα Δούσμανη, του Ιωάννη Μεταξά και δύο Οθωμανών αξιωματούχων (Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων, Έπαυλη Τόψιν)
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης πιστώνεται αποκλειστικά στις θυσίες και τη νικηφόρα προέλαση του στρατού μας στη Μακεδονία.
Νομίζω όμως ότι οφείλουμε και μια μικρή αναφορά στον πασά που την παρέδωσε αμαχητί σώζοντας πολλούς ανθρώπους και την ίδια την πόλη από την καταστροφή. Η Βουλγαρική ηγεσία είχε προσφέρει μεγάλη αμοιβή αλλά εκείνος αρνήθηκε σθεναρά να συνδιαλλαγεί: «Με τους Έλληνες πολεμήσαμε, σ' αυτούς θα την παραδώσουμε» είπε. Έτσι, την επομένη της ημέρας υπογραφής του πρωτοκόλλου, εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη δύο τάγματα ευζώνων και ύψωσαν τη Γαλανόλευκη στο Διοικητήριο, ενώ θα ακολουθούσε η θριαμβική είσοδος της Ελληνικής ηγεσίας.
Ο Χασάν Ταχσίν γεννήθηκε από μουσουλμάνους γονείς στο Μεσαρέ (Μεσαρέα) του οθωμανικού βιλαετίου Ιωαννίνων. Μορφώθηκε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων και απέκτησε άριστη γνώση της Ελληνικής γλώσσας και της Ελληνικής ιστορίας. Υπηρέτησε σε πολλά μέρη ως αξιωματικός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διατηρούσε όμως πάντοτε πολύ καλές σχέσεις με τους Έλληνες. Το 1895, την εποχή που το κρητικό ζήτημα βρισκόταν σε έξαρση, διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής της Κρήτης. Εκεί ήρθε γρήγορα σε ρήξη με τη σκληρή πολιτική των τοπικών αρχών και άφησε την ανάμνηση του δίκαιου και έντιμου ανθρώπου. Συνδέθηκε με ειλικρινή φιλία και αμοιβαία εκτίμηση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, γεγονός που έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις.
Στον α' Βαλκανικό Πόλεμο ήταν διοικητής της 8ης Στρατιάς του
Οθωμανικού Στρατού Μακεδονίας. Μετά την ήττα του Τουρκικού στρατού στο Σαραντάπορο και στα Γιαννιτσά και τη διάβαση του Αξιού από τις Ελληνικές μεραρχίες, βρέθηκε εγκλωβισμένος στη Θεσσαλονίκη και αντιμέτωπος με το δίλημμα της αντίστασης ή της παράδοσης. Αν γινόταν μάχη, δεδομένης μάλιστα της Βουλγαρικής διεκδίκησης, θα καταστρέφονταν οι υποδομές της πόλης: το λιμάνι, οι γέφυρες, το υδραγωγείο, η αγορά, τα ιστορικά κτίρια, οι γειτονιές. Τα θύματα σε άμαχο πληθυσμό θα ήταν πολλά, θα γινόταν μακελειό. Αν πάλι συνθηκολογούσε και παρέδιδε αμαχητί, θα περνούσε από στρατοδικείο.
Το ηθικό όμως της Τουρκικής φρουράς της Θεσσαλονίκης είχε πέσει πολύ μετά τον τορπιλισμό του θωρηκτού Φετίχ Μπουλέντ από τον υποπλοίαρχο Βότση. Έπειτα, πίεζαν για παράδοση και οι πρόξενοι των Ευρωπαϊκών δυνάμεων ώστε να προστατευτούν οι κάτοικοι και να συνεχιστεί η οικονομική δραστηριότητα.
Στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη του 1912 δεν ζούσαν μόνο Έλληνες και Τούρκοι αλλά και πάρα πολλοί Εβραίοι, Βούλγαροι και αρκετοί Ευρωπαίοι.
Τελικά, η εντιμότητα του Ταχσίν Πασά, η αγάπη του για την πόλη και οι διπλωματικοί χειρισμοί της Ελληνικής αντιπροσωπείας τον οδήγησαν στην άνευ όρων παράδοσή της σ' εκείνους που υπέδειξε το στρατιωτικό του ήθος. Τις προθέσεις του αποκαλύπτει σε ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματά του, τα οποία έγραψε σε άριστα Ελληνικά:
«Πιεζόμενος από τα γεγονότα και τας εκκλήσεις των αρχών και Προξένων, αντιληφθείς δε και τον άμεσον κίνδυνον της Βουλγαρικής εισβολής, διαπιστωθείσης δε και της εγκαταλείψεως των χαρακωμάτων και διασκορπίσεως των εφέδρων με την επέλευσιν τού σκότους, υπέκυψα δια να σώσω την ζωήν χιλιάδων αθώων πλασμάτων και να προλάβω την καταστροφήν της πόλεως.Η Θεσσαλονίκη εχάθη μεν αλλά και εσώθη. Έχω την συνείδησιν ότι έπραξα εις το ακέραιον το καθήκον μου. Η Ιστορία ας με κρίνη.»
Μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης και την αιχμαλωσία του Τουρκικού στρατού, ο Ταχσίν Πασάς θεωρήθηκε ένοχος έσχατης προδοσίας και καταδικάστηκε από οθωμανικό στρατοδικείο σε θάνατο. Φυγαδεύτηκε όμως από τον Βενιζέλο στην Αθήνα και διέμεινε στο ξενοδοχείο «Ακταίον» του Νέου Φαλήρου έως ότου αναχώρησε για τη Γαλλία. Πέθανε το 1918 σε νοσοκομείο της πόλης Τεριτέτ στη λίμνη Λεμάν της Ελβετίας. Η σορός του μεταφέρθηκε από την οικογένειά του το 1937 στη Θεσσαλονίκη και θάφτηκε στο Κοιμητήριο των μουσουλμάνων Αλβανών στην Τριανδρία. Μετά τη διάλυση του Νεκροταφείου το 1983, τα οστά του μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκιο της Μαλακοπής και το 2002 θάφτηκαν μαζί με αυτά του γιου του Κενάν στον αύλειο χώρο του Μουσείου Βαλκανικών Πολέμων στη Γέφυρα Θεσσαλονίκης.
Σημαντικό ιστορικό και βιογραφικό υλικό, βασισμένο κυρίως στα απομνημονεύματα του Ταχσίν Πασά υπάρχει στο βιβλίο «Από το Σαραντάπορο στη Θεσσαλονίκη» των Β. Νικόλτσιου και Β. Γούναρη (Εκδ. Λόγος και Εικόνα, Θεσ/νίκη 2002).
Τα απομνημονεύματα παρέδωσε στο Κέντρο Έρευνας Ιστορίας και Τεκμηρίωσης του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα ο εγγονός του πασά, ο Ίνης (Σαχίν Σέργιος) Μεσαρέ. Πατέρας του Ίνη ήταν ο Κενάν Μεσαρέ, γιος του Ταχσίν Πασά και της Χατιτζέ, μιας μουσουλμάνας Γιαννιώτισσας Ελληνικής καταγωγής. Ως υπασπιστής του πασά, ο Κενάν είχε αναλάβει τη σύνταξη του πρωτοκόλλου παράδοσης της Θεσσαλονίκης. Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας έλαβε την Ελληνική υπηκοότητα και αποτύπωσε στους πίνακές του σημαντικά στιγμιότυπα από τους βαλκανικούς πολέμους.
Τα περισσότερα έργα του εκτίθενται στο Στρατιωτικό Μουσείο Οχυρού «Εμίν Αγά» στα Γιάννινα ".
Μιχάλης Αντωνιάδης